Εκείνο το θερινό πρωί, ο σκίρων δρόσιζε τον τόπο και ο Ανδρέας, ένας μπερτόλδος ντόπιος που βρισκόταν σε ανάρρωση, κατόπιν εγκεφαλικής διάσεισης, πήγε βόλτα κατά μήκος της ακρογιαλιάς. Το τοπίο ήταν λουσμένο στο έκπαγλο φως του ήλιου. Κοντά, η άμπωτη αποκάλυπτε μια μεγάλη έκταση της στεριάς και είχε αφήσει γεμάτες από νερό πολλές λακκούβες. Ο Ανδρέας πλησίασε και το μάτι του πήρε έναν αμμουδίτη που μόλις τρύπωσε κατώ απ΄ ένα βότσαλο. Ο άνδρας χαμογέλασε και, με εξαιρετική επιδεξιότητα, έπιασε το μικρό ψάρι τα σπαρταρίσματα του οποίου αποδείχτηκαν φρούδα.
Ce matin d'été là, le maïstros rafraîchissait les lieux et Andréas, un villageois rusé du coin qui était convalescent, à la suite d'un traumatisme crânien, alla faire un tour en bord de mer. Le paysage baignait dans la lumière éblouissante du soleil. A côté, la marée basse découvrait une grande étendue de terre ferme et avait laissé pleines d'eau de nombreuses cuvettes. André s'approcha et aperçut un gobie qui venait de se faufiler sous un galet. L'homme sourit et, avec une adresse exceptionnelle, attrapa le petit poisson dont les frétillements se révélèrent vains.
Dernière édition par Yves le Dim 10 Nov - 10:30, édité 1 fois