Η Μάρω ήταν μια ανυποχώρητη ποιμενίς από την Αρκαδία, δεν άντεχε πια τον φίλο της που ήταν ανίκαμος να πετύχει τον τριαγμό στους ολυμπιακούς αγώνες. Εκτός απ΄ την πάλη, δεν ήξερε τι να κάνει. Της κοπέλας, θα της άρεσε να ακούσει, έστω και μια φορά , την κλαγγή του πλήθους προς τιμήν του. Δυστυχώς , κάθε φορά έχανε τον αγώνα. Δεν ήθελε για σύζυγο ένα άχθος αρούρης. Να της έλειπε ένα κνώδαλο σ΄ όλη της τη ζωή! Εξάλλου είχε αποφασίσει να μην ακούσει πια τα σαθρά του επιχειρήματα. Να πάρει ο διάβολος τους τεμπέληδες και κατ΄ ευφημισμόν συζύγους!
Maro était une bergère d'Arcadie intraitable, elle ne supportait plus son ami qui était incapable de gagner le concours de lutte aux Jeux Olympiques. En dehors de la lutte, il ne savait pas que faire. La jeune fille aurait bien aimé entendre, ne serait-ce qu'une fois, la clameur de la foule en son honneur. Malheureusement, chaque fois il perdait le combat. Elle ne voulait pas d'un époux qui soit une charge inutile. Τout sauf un mari insignifiant! Au diable les maris paresseux et brutaux!