Στον ουρανό μπορούσες να διακρίνεις τον αστερισμό, τον εξάντα. Η πόλη ήταν σε κατάσταση χαύνωσης, τόσο αφόρητος ήταν ο καυσώνας, και ο πληθυσμός ξάπλωνε το βράδυ έξω απ΄ τα σπίτια από πλίθρα. Η πίεση που ασκούσε τη μέρα στα ανθρώπινα σώματα η ενθαλπία του ήλιου έκανε δρένια τα ασταθή άτομα. Μερικά, άγρυπνα, περπατουσάν στους δρόμους, δαδουχώντας. Τα κοίταζα, απ΄ το παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, ενώ έφτιαχνα τυρί με πυτιά στην κουζίνα.
On pouvait distinguer dans le ciel la constellation du Sextant. La ville était en état de torpeur, tant était insupportable la canicule, et la population se couchait le soir à l'extérieur des maisons de pisé. La pression qu'exerçait la journée sur les corps humains l'enthalpie du soleil, rendait inconscients les individus instables. Certains, qui ne dormaient pas, déambulaient sur les routes, portant des torches. Je les regardais, de la fenêtre qui donnait sur la rue, alors que je faisais du fromage avec de la présure.