Δεν υπήρχε ούτε ανάκτορα ούτε προστώο σ΄ αυτό τον τόπο, μόνο μια καλύβα στην οποία ζούσε ένας γέρος. Μπροστά της, η απέραντη και γαλανή θάλασσα, πίσω, ένα πλέθρο δασικής έκτασης κι ένα ποτάμι. Δε σύχναζε στα καφενεία της πόλης γιατί τους αστούς, τους θεωρούσε όλους τους αήθεις και πήγαινε εκεί καβάλα στη μουλάρα του μόνο για να αγοράσει λίγο οξόμελι. Φοβόταν πνευματικές παθήσεις διότι κάπνιζε σαν αράπης. Καθημερινά τηγάνιζε μια χούφτα χρωματιστούς γύλους και, καμιά φορά, έναν έγχελυν που είχε πιάσει στο ποτάμι, και δεν ξεχνούσε ποτέ να βουρτσίσει με στλεγγίδα τη μουλάρα του.
Il n'y avait ni palais ni porche dans ce lieu, seulement une cabane dans laquelle vivait un vieillard. Devant, la mer infinie et bleue, derrière, un plèthre d'étendue boisée et une rivière. Il ne fréquentait pas les cafés de la ville car les citadins, il les considérait tous comme des gens sans morale, et il s'y rendait seulement pour acheter un peu d'oxymel. Il craignait les infections pulmonaires car il fumait comme un pompier. Chaque jour il faisait frire une poignée de girelles colorées et, parfois, une anguille qu'il avait prise dans la rivière, et il n'oubliait jamais de brosser sa mule avec une étrille.