Στο λιμάνι άραξε το απόγευμα μια απέραντη θαλαμηγός. Ο ιδιοκτήτης, χωρίς καμία αμφιβολία κάποιος προύχοντας, περπατούσε κορδωμένος στο κατάστρωμα. Κατά το δειλινό, το πλοίο άπλωσε τον αρτέμονα και, σκάβοντας ένα αφρισμένο αυλάκι σαν το άροτρο, φούνταρε στ΄ ανοιχτά. Σε λίγο νύχτωσε και από τη προκυμαία ακούγονταν φωνές. Ήταν στο αποκορύφωμα η παννυχίδα. Πότε πότε στο λιμάνι ρέκαζε ένα σκυλί. Αργά το βράδυ, πάνω από τη θαλαμηγό, φωτίστηκε ο ουρανός, επρόκειτο για ένα πυροτέχνημα που τιναζόταν ψηλά και μετά πνιγόταν, σαν τον πολύχρωμο υετό μιας ουράνιας κρήνης, στη θάλασσα.
Au cours de l'après-midi un immense yacht jeta l'ancre dans le port. Le propriétaire, sans aucun doute un riche privilégié, fanfaronnait sur le pont. Au crépuscule, le bateau hissa le foc et, creusant un sillon d'écume comme une charrue, il alla mouiller au large. Bientôt la nuit tomba et de la jetée on entendait des cris. Le divertissement nocturne battait son plein. De temps en temps dans le port un chien hurlait. Tard dans la soirée, au-dessus du yacht, le ciel s'illumina, il s'agissait d'un feu d'artifice qui explosait haut et ensuite se perdait, comme la pluie multicolore d'une source céleste, dans la mer.