Μπροστά στο υπερώο του παλιού μουσείου, άσιαχτο ήταν το πεζοδρόμιο. Είχε και εξαφανιστεί η εξαίσια εξώπορτα από κέδρο. Ο γέροντας έριξε μια ματιά στο εσωτερικό, το δάπεδο ήταν κάθυγρο. Καθώς τον έτρωγε η περιέργεια, μπήκε μέσα δειλά, σε αναζήτηση οποιουδήποτε αντικειμένου, δεν ήξερε ποιο ακριβώς. Τελικά, σε μια γωνία, ανακάλυψε ένα σπασμένο εξάντα και, πιο μακριά, σανίδες που είχαν χρησιμοποιηθεί για την εκτροφή του βόμβυκος. Τότε έτρεξε περιδεής προς την έξοδο, σαν να φοβόταν τη θεϊκή μήνιν, αυτός που θαύμαζε επιτόπου, στα παιδικά του χρόνια, την τοιχογραφία της ταυροκαθάψιας. Ένας θεός ήξερε που βρισκόταν τώρα!
Devant la galerie de l'ancien musée, le trottoir était impraticable. La porte en cèdre avait aussi disparu. Le vieillard jeta un coup d'oeil à l'intérieur, le sol était trempé. Comme la curiosité le rongeait, il pénétra timidement, à la recherche de n'importe quel objet, lequel il ne savait pas précisément. Finalement, dans un coin, il découvrit un sextant brisé et, plus loin, des planches qu'on avait utilisées pour l'élevage du ver à soie. Alors il courut effrayé vers la sortie, comme s'il craignait la colère divine, lui qui admirait, enfant, la fresque du saut au-dessus du taureau. Dieu seul savait où elle se trouvait maintenant!