Με τη συνήθη ραστώνη της, η καβαλάρισσα, σωστό σαμιαμίθι, πήρε στο ράφι τη στλεγγίδα και πήγε να ξυστρίσει στο στάβλο τη φοράδα της. Πλησίασε το ζώο και, ενώ χαϊδευε τρυφερά τους μυκτήρες του, το χέρι της αισθάνθηκε τραχύτητες. Ανήσυχη, πήρε στο τηλέφωνο τον κτηνίατρο κι έβαλε αμέσως στη ράχη της φοράδας μια σισύρα. Ύστερα από λίγο διέκρινε, μέσα από την αχλύ , στα όρια του δάσους , το αυτοκίνητό του. Ο άνδρας έκανε ταχεία διάγνωση, επρόκειτο για κοκκιωμάτωση.
Avec sa nonchalance habituelle, la cavalière, un véritable bout de chou, prit l'étrille sur l'étagère et alla à l'étable étriller sa jument. Elle s'approcha de l'animal et, tandis qu'elle caressait tendrement ses naseaux, sa main ressentit des aspérités. Inquiète, elle téléphona au vétérinaire et mit immédiatement sur le dos de la jument une fourrure. Un peu plus tard, à travers la brume, à la limite de la forêt, elle distingua sa voiture. L'homme fit un rapide diagnostic, il s'agissait de granulomes.