Κάθε μέρα ο Πέτρος καθάριζε κι επανόρθωνε στο λιμανάκι το φελλωτό δίχτυ του, στο οποίο πιανόταν συχνά ένα άμισχο ζώο, το κοράλλι. Τότε αυτός και ο φίλος του, ο Αριστοτέλης, έλεγαν δύο λόγια. Αλλά επειδή ο Πέτρος καυχιόταν τακτικά ότι ήταν αβαυκάλιστος, ο άλλος αποφάσισε να τον κοροϊδέψει. Και οι δύο έπαιζαν στη Φιλαρμονική του Δήμου και, μια φορά, ο Αριστοτέλης γόμωσε συμμίγδην με εκβολάδες από το εργαστήριό του το μεγάλο άνοιγμα της οφικλείδας του Πέτρου. Κάθε φορά που ο παινευτής, αποσβολωμένος, έπαιζε με παραφωνίες, ο φίλος του γελούσε σε βάρος του.
Tous les jours Pierre nettoyait et réparait sur le petit port son filet équipé de liège, dans lequel souvent s'accrochait un animal sessile, le corail. Alors son ami Aristote et lui faisaient la causette. Mais comme Pierre se vantait régulièrement de n'avoir jamais été dupé, l'autre décida de se payer sa tête. Tous les deux jouaient à l'Harmonie de la Commune et, une fois, Aristote remplit pêle-mêle avec de la limaille provenant de son atelier le pavillon de l'ophicléide de Pierre. Chaque fois que le fanfaron, penaud, faisait des canards, son ami riait à ses dépens.