Το λιμανάκι είναι εισέτι σε κατάσταση χαύνωσης. Το νεώλκιο, έρημο, περιμένει να καθελκύσουν τις βάρκες τους οι ψαράδες. Λίγοι είναι ακόμη επιτόπου οι χωριάτες. Πέρασαν το χειμώνα στην πόλη και σιγά σιγά , με το καλοκαίρι, θα ξαναέρθουν. Μόνη της, στο ηλιόλουστο σκυροκονίαμα της μικρής προκυμαίας, κοιμάται μια γάτα. Έτσι όπως κάθεται, θαρρείς πως είναι άπους. Ραθυμεί τώρα αλλά κόβει το μάτι της και, όπως το νηπενθές που φυλακίζει αυθωρί ένα έντομο, μπορεί να χιμήξει πάνω σ΄ ένα απρόσεχτο πουλί.
Le petit port est encore assoupi. La cale de mise à l'eau, déserte, attend que les pêcheurs mettent à l'eau leurs barques. Ils sont encore peu nombreux sur place les villageois. Ils ont passé l'hiver en ville et peu à peu, avec le beau temps, ils vont revenir. Seul, sur le béton ensoleillé de la petite jetée, dort un chat. A la façon dont il se tient, on dirait qu'il n'a pas de pattes. Il est indolent en ce moment mais rien ne lui échappe et, comme la plante carnivore qui emprisonne sur le champ un insecte, il peut bondir sur un oiseau imprudent.