π ρ ά σ ι μ ο ι ἵ π π ο ι
Εἶναι παρετυμολογικὴ ἀπόδοσι τῆς φράσεως «πράσινα ἄλογα», διότι «πράσσειν» καὶ ἀττικά «πράττειν» (=κάμνω) δὲν σημαίνει «πράσινα» (χρῶμα). Ἀλλὰ δὲν σημαίνει καὶ τίποτε ἄλλο, δεδομένου ὅτι κανεὶς δὲν πράττει ἄλογα (ἐκτὸς ἄν ἐκλάβουμε τὸ «ἄλογα»= κάμνω ἀνόητα καὶ ἡ παρετυμολογία λαμβάνει ἄλλες νοηματικὲς διαστάσεις.
Τί πάει νὰ πῇ ὅμως ἡ φράσι «πράσινα ἄλογα»; Ὑπάρχουν πράσινα ἄλογα; Ἀσφαλῶς ὄχι. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχουν, χρησιμοποιοῦμε σήμερα τὴν φράσι, ὅταν θέλουμε νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι ἀνύπαρκτο ἤ ἕνα ψέμα ἤ μιὰ τερατολογία. Ἔτσι λ.χ. «τί πιλότος καὶ πράσινα ἄλογα. Αὐτὸς οὔτε χαρταετὸ δὲν ξέρει νὰ πετάξῃ».
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ταιριάξαμε ἕνα ἀκουστικὸ λάθος. Οἱ « π ρ ά σ ι μ ο ι ἵ π π ο ι» τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν (ἀ.ἑ) ἔγιναν ἀρχικὰ «πράσιμα ἄλογα» στὰ νέα ἑλληνικὰ (ν.ἑ) καὶ αὐτὰ ἀπὸ ἄγνοια καὶ σχετικὴ συνήχησι κατέληξαν σὲ «πράσινα ἄλογα».
Τι σημαίνει ὅμως τὸ ἀ.ἑ. «πράσιμοι ἵπποι»; Εἶναι οἱ ἵπποι ποὺ προορίζονται γιὰ πούλημα, διότι τὸ ἐπίθετο πράσιμος, -ον = αὐτὸς ποὺ εἶναι γιὰ πούλημα.
Ἀνάγκη ὅμως νὰ πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὑπάρχει ἕνα ἀ.ἑ. ρῆμα, τὸ πιπράσκω=πουλῶ κάτι, σὲ ἄλλον τόπο· χρησιμοποιεῖται ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν κάτι ποὺ ἀνήκει στὴν πόλι τὸ πουλάει κανεὶς στὸν ἐχθρὸ παίρνοντας χρήματα, τὸ πιπράσκω γίνεται συνώνυμο τοῦ «προδίδω», ὅπως λ.χ. στὴν περίπτωσι τῶν πολιτικῶν ποὺ πουλοῦν στὸν ἐχθρὸ τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος. Ἔτσι ἀκοῦμε τὸν Δημοσθένη (Κατὰ Φιλίππου Δ’148,8 νὰ καταγγέλλη τοὺς πολιτικούς του ἀντιπάλους ὡς «πεπρακότας ἑαυτοὺς ἐκείνῳ (τῷ Φιλίππῳ)», ὅτι δηλαδὴ πούλησαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Φίλιππο ἔναντι χρημάτων. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος Ἀθηναῖος ρήτορας, ὁ Δείναρχος, καταγγέλλει κι αὐτὸς πολιτικό του ἀντίπαλο μὲ τὴν βαρειὰ ἐπίσης κατηγορία: «τὴν πατρῲαν γῆν πεπρακέναι» (ὅτι ἔχει πουλήσει τὴν πατρικὴ γῆ στὸν ἐχθρό).
Καιρὸς ὅμως νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐπιβίωσι τῶν ἀρχαιοτάτων αὐτῶν λέξεων ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ κυρίως θέμα μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ πι-πρά-σκ-ω (=πωλῶ, ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου). Ἀπὸ ὁλόκληρη αὐτὴ τὴν λέξι, ποὺ ἔχει πέσει πλέον σὲ ἀχρηστία, μόνον ἡ συλλαβὴ -πρα- εἶναι σημαντική,γιατὶ ἀποτελεῖ τὸ θέμα. Τὸ πι-εἶναι ἕνας ἐνεστωτικὸς ἀναδιπλασιασμὸς ( πρβλ. δί-δω-μι) καὶ τὸ -σκ- εἶναι ἕνα πρόσφυμα (πρβλ. γη-ρά-σκ-ω). Τὸ θέμα ὅμως αὐτὸ ἔδωσε μιὰ σειρὰ παραγώγων καὶ συνθέτων λέξεων, ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ζωντανὰ στὴν καθημερινή μας ὁμιλία, τὶς περισσότερες αὐτούσιες καὶ ταυτόσημες:
πρᾶσις, -εως= πώλησι, ἐξ οὗ δημοπρασία=δημοσία πώλησι πράγματος στὸν πλειοδοτοῦντα (πλειοδοτικὴ δημοπρασία) ἤ ἀνάθεσι ἔργου στὸν μειοδοτοῦντα (μειοδοτικὴ δημοπρασία).
πρατήριον=τόπος ὅπου γίνονται «αἱ πράσεις» (πωλήσεις) π.χ. ν.ἑ. πρατήριο βενζίνης, ἀλλὰ καὶ δημοπρατήριον=τόπος δημοπρασιῶν.
πρατήρ, ὁ=ὁ πωλητής· «πρατὴρ λίθος» στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦταν ὁ λίθος, ἐπάνω στὸν ὁποῖον στέκονταν οἱ δοῦλοι ποὺ ἦταν πρὸς πώλησι· ὁ λίθος αὐτὸς ὀνομαζόταν καὶ πρατήριον.
πράσιμος=αὐτὸς ποὺ ἦταν πρὸς πώλησι.
Βου-πράσιον. Τοπωνύμιον στὴν Ἤλιδα, τὸ ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος, ἀλλὰ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ὁμώνυμη κοινότητα. Τὸ ὄνομα σημαίνει: τόπος ὅπου πωλοῦνται βόδια.
ἄπρατος=αὐτὸς ποὺ δὲν πωλήθηκε ἤ δὲν δύναται κάποιος νὰ τὸν πωλήση.
ἀπρασία=ἔλλειψι ἀγοραστῶν, οὐδεμία πώλησι. Τὴν τελευταία αὐτὴ λέξι τὴν προτείνουμε πρὸς ἀντικατάστασι τῆς τουρκ. λέξεως kessat («κεσάτι»), , τὴν ὁποίαν εἶναι καιρὸς πλέον νὰ τὴν ἀποκηρύξουμε, δεδομένου ὅτι ἔχουμε δική μας ὡραιοτάτη καὶ «σημαντικὴ» λέξι, δηλ. λέξι ποὺ σημαίνει κάτι. Ἐνῷ τὸ «κεσάτι» εἶναι λέξι ἐντελῶς ξένη πρὸς τὸ δικό μας γλωσσικὸ ἰδίωμα καὶ τὸν πολιτισμό.
Το ἐξωτερικὸ ἐμπόριο ὅμως, δὲν εἶναι μόνο γιὰ πώλησι, ἀλλὰ καὶ ἀγορά. Εἶναι «δοῦναι καὶ λαβεῖν». Ἀντίθετο λοιπὸν τοῦ πιπράσκω εἶναι τὸ πρίαμαι=ἀγοράζω, ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κυρίως. Ἀπὸ αὐτὸ παράγεται τὸ κύριο ὄνομα Πρίαμος, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν παράδοσι, ὠνομάστηκε ἔτσι, διότι ἐξαγόρασε τὴν ἀδελφή του Ἡσιόνη δίνοντας λύτρα στὸν Τελαμῶνα, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε δούλη ὡς λάφυρο πολέμου.
Γιὰ νὰ κλείσουμε ὅμως τὴν ἔρευνα αὐτή, στὴν ὁποία μᾶς ὡδήγησαν οἱ «πράσιμοι ἵπποι», ὀφείλουμε νὰ ποῦμε καὶ λίγα λόγια γιὰ δύο ρήματα, ποὺ σημαίνουν ἐπίσης πουλῶ καὶ ἀγοράζω, ἀλλὰ ἐπὶ ἐσωτερικοῦ ἐμπορίου. Αὐτὰ εἶναι:
πωλῶ=ἀνταλλάσσω ἐμπορεύματα, προσφέρω γιὰ πούλημα. Ἐνῷ τὸ ἀντίθετο αὐτοῦ εἶναι τὸ
ὠνοῦμαι=ἀγοράζω, ἀπὸ ὅπου καὶ τὸ σύνθετο ὀψωνέω (ὄψα=τρόφιμα+ὠνοῦμαι)= ἀγοράζω τρόφιμα (ν.ἑ. ψωνίζω) καὶ ἀπὸ αὐτὸ ὀψώνιον =ἀγορὰ τροφίμων (ν.ἑ. ψώνια).
Τέλος, ὅσο γιὰ τὸ ἀγοράζω, αὐτὸ ἀρχικὰ ἐσήμαινε: εἶμαι στὴν ἀγορὰ (=συνάθροισι λαοῦ, καὶ ἐν συνεχείᾳ τόπος πωλήσεως καὶ ἀγορᾶς), καὶ μετά, ὅπως καὶ σήμερα, ἀγοράζω, ὅπως τὸ βρίσκουμε καὶ στὸν Ἀριστοτέλη (Ἀχαρνεῖς 625) «πωλεῖν καὶ ἀγοράζειν».
ἀπόσπασμα απὸ «ἐτυμολογικὲς καὶ σημασιολογικὲς ἀνιχνεύσεις» Ἀπ. Τζαφερόπουλος
Εἶναι παρετυμολογικὴ ἀπόδοσι τῆς φράσεως «πράσινα ἄλογα», διότι «πράσσειν» καὶ ἀττικά «πράττειν» (=κάμνω) δὲν σημαίνει «πράσινα» (χρῶμα). Ἀλλὰ δὲν σημαίνει καὶ τίποτε ἄλλο, δεδομένου ὅτι κανεὶς δὲν πράττει ἄλογα (ἐκτὸς ἄν ἐκλάβουμε τὸ «ἄλογα»= κάμνω ἀνόητα καὶ ἡ παρετυμολογία λαμβάνει ἄλλες νοηματικὲς διαστάσεις.
Τί πάει νὰ πῇ ὅμως ἡ φράσι «πράσινα ἄλογα»; Ὑπάρχουν πράσινα ἄλογα; Ἀσφαλῶς ὄχι. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχουν, χρησιμοποιοῦμε σήμερα τὴν φράσι, ὅταν θέλουμε νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι ἀνύπαρκτο ἤ ἕνα ψέμα ἤ μιὰ τερατολογία. Ἔτσι λ.χ. «τί πιλότος καὶ πράσινα ἄλογα. Αὐτὸς οὔτε χαρταετὸ δὲν ξέρει νὰ πετάξῃ».
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ταιριάξαμε ἕνα ἀκουστικὸ λάθος. Οἱ « π ρ ά σ ι μ ο ι ἵ π π ο ι» τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν (ἀ.ἑ) ἔγιναν ἀρχικὰ «πράσιμα ἄλογα» στὰ νέα ἑλληνικὰ (ν.ἑ) καὶ αὐτὰ ἀπὸ ἄγνοια καὶ σχετικὴ συνήχησι κατέληξαν σὲ «πράσινα ἄλογα».
Τι σημαίνει ὅμως τὸ ἀ.ἑ. «πράσιμοι ἵπποι»; Εἶναι οἱ ἵπποι ποὺ προορίζονται γιὰ πούλημα, διότι τὸ ἐπίθετο πράσιμος, -ον = αὐτὸς ποὺ εἶναι γιὰ πούλημα.
Ἀνάγκη ὅμως νὰ πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὑπάρχει ἕνα ἀ.ἑ. ρῆμα, τὸ πιπράσκω=πουλῶ κάτι, σὲ ἄλλον τόπο· χρησιμοποιεῖται ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν κάτι ποὺ ἀνήκει στὴν πόλι τὸ πουλάει κανεὶς στὸν ἐχθρὸ παίρνοντας χρήματα, τὸ πιπράσκω γίνεται συνώνυμο τοῦ «προδίδω», ὅπως λ.χ. στὴν περίπτωσι τῶν πολιτικῶν ποὺ πουλοῦν στὸν ἐχθρὸ τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος. Ἔτσι ἀκοῦμε τὸν Δημοσθένη (Κατὰ Φιλίππου Δ’148,8 νὰ καταγγέλλη τοὺς πολιτικούς του ἀντιπάλους ὡς «πεπρακότας ἑαυτοὺς ἐκείνῳ (τῷ Φιλίππῳ)», ὅτι δηλαδὴ πούλησαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Φίλιππο ἔναντι χρημάτων. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος Ἀθηναῖος ρήτορας, ὁ Δείναρχος, καταγγέλλει κι αὐτὸς πολιτικό του ἀντίπαλο μὲ τὴν βαρειὰ ἐπίσης κατηγορία: «τὴν πατρῲαν γῆν πεπρακέναι» (ὅτι ἔχει πουλήσει τὴν πατρικὴ γῆ στὸν ἐχθρό).
Καιρὸς ὅμως νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐπιβίωσι τῶν ἀρχαιοτάτων αὐτῶν λέξεων ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ κυρίως θέμα μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ πι-πρά-σκ-ω (=πωλῶ, ἐπὶ ἐξωτερικοῦ ἐμπορίου). Ἀπὸ ὁλόκληρη αὐτὴ τὴν λέξι, ποὺ ἔχει πέσει πλέον σὲ ἀχρηστία, μόνον ἡ συλλαβὴ -πρα- εἶναι σημαντική,γιατὶ ἀποτελεῖ τὸ θέμα. Τὸ πι-εἶναι ἕνας ἐνεστωτικὸς ἀναδιπλασιασμὸς ( πρβλ. δί-δω-μι) καὶ τὸ -σκ- εἶναι ἕνα πρόσφυμα (πρβλ. γη-ρά-σκ-ω). Τὸ θέμα ὅμως αὐτὸ ἔδωσε μιὰ σειρὰ παραγώγων καὶ συνθέτων λέξεων, ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦμε ζωντανὰ στὴν καθημερινή μας ὁμιλία, τὶς περισσότερες αὐτούσιες καὶ ταυτόσημες:
πρᾶσις, -εως= πώλησι, ἐξ οὗ δημοπρασία=δημοσία πώλησι πράγματος στὸν πλειοδοτοῦντα (πλειοδοτικὴ δημοπρασία) ἤ ἀνάθεσι ἔργου στὸν μειοδοτοῦντα (μειοδοτικὴ δημοπρασία).
πρατήριον=τόπος ὅπου γίνονται «αἱ πράσεις» (πωλήσεις) π.χ. ν.ἑ. πρατήριο βενζίνης, ἀλλὰ καὶ δημοπρατήριον=τόπος δημοπρασιῶν.
πρατήρ, ὁ=ὁ πωλητής· «πρατὴρ λίθος» στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦταν ὁ λίθος, ἐπάνω στὸν ὁποῖον στέκονταν οἱ δοῦλοι ποὺ ἦταν πρὸς πώλησι· ὁ λίθος αὐτὸς ὀνομαζόταν καὶ πρατήριον.
πράσιμος=αὐτὸς ποὺ ἦταν πρὸς πώλησι.
Βου-πράσιον. Τοπωνύμιον στὴν Ἤλιδα, τὸ ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος, ἀλλὰ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ὁμώνυμη κοινότητα. Τὸ ὄνομα σημαίνει: τόπος ὅπου πωλοῦνται βόδια.
ἄπρατος=αὐτὸς ποὺ δὲν πωλήθηκε ἤ δὲν δύναται κάποιος νὰ τὸν πωλήση.
ἀπρασία=ἔλλειψι ἀγοραστῶν, οὐδεμία πώλησι. Τὴν τελευταία αὐτὴ λέξι τὴν προτείνουμε πρὸς ἀντικατάστασι τῆς τουρκ. λέξεως kessat («κεσάτι»), , τὴν ὁποίαν εἶναι καιρὸς πλέον νὰ τὴν ἀποκηρύξουμε, δεδομένου ὅτι ἔχουμε δική μας ὡραιοτάτη καὶ «σημαντικὴ» λέξι, δηλ. λέξι ποὺ σημαίνει κάτι. Ἐνῷ τὸ «κεσάτι» εἶναι λέξι ἐντελῶς ξένη πρὸς τὸ δικό μας γλωσσικὸ ἰδίωμα καὶ τὸν πολιτισμό.
Το ἐξωτερικὸ ἐμπόριο ὅμως, δὲν εἶναι μόνο γιὰ πώλησι, ἀλλὰ καὶ ἀγορά. Εἶναι «δοῦναι καὶ λαβεῖν». Ἀντίθετο λοιπὸν τοῦ πιπράσκω εἶναι τὸ πρίαμαι=ἀγοράζω, ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κυρίως. Ἀπὸ αὐτὸ παράγεται τὸ κύριο ὄνομα Πρίαμος, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν παράδοσι, ὠνομάστηκε ἔτσι, διότι ἐξαγόρασε τὴν ἀδελφή του Ἡσιόνη δίνοντας λύτρα στὸν Τελαμῶνα, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε δούλη ὡς λάφυρο πολέμου.
Γιὰ νὰ κλείσουμε ὅμως τὴν ἔρευνα αὐτή, στὴν ὁποία μᾶς ὡδήγησαν οἱ «πράσιμοι ἵπποι», ὀφείλουμε νὰ ποῦμε καὶ λίγα λόγια γιὰ δύο ρήματα, ποὺ σημαίνουν ἐπίσης πουλῶ καὶ ἀγοράζω, ἀλλὰ ἐπὶ ἐσωτερικοῦ ἐμπορίου. Αὐτὰ εἶναι:
πωλῶ=ἀνταλλάσσω ἐμπορεύματα, προσφέρω γιὰ πούλημα. Ἐνῷ τὸ ἀντίθετο αὐτοῦ εἶναι τὸ
ὠνοῦμαι=ἀγοράζω, ἀπὸ ὅπου καὶ τὸ σύνθετο ὀψωνέω (ὄψα=τρόφιμα+ὠνοῦμαι)= ἀγοράζω τρόφιμα (ν.ἑ. ψωνίζω) καὶ ἀπὸ αὐτὸ ὀψώνιον =ἀγορὰ τροφίμων (ν.ἑ. ψώνια).
Τέλος, ὅσο γιὰ τὸ ἀγοράζω, αὐτὸ ἀρχικὰ ἐσήμαινε: εἶμαι στὴν ἀγορὰ (=συνάθροισι λαοῦ, καὶ ἐν συνεχείᾳ τόπος πωλήσεως καὶ ἀγορᾶς), καὶ μετά, ὅπως καὶ σήμερα, ἀγοράζω, ὅπως τὸ βρίσκουμε καὶ στὸν Ἀριστοτέλη (Ἀχαρνεῖς 625) «πωλεῖν καὶ ἀγοράζειν».
ἀπόσπασμα απὸ «ἐτυμολογικὲς καὶ σημασιολογικὲς ἀνιχνεύσεις» Ἀπ. Τζαφερόπουλος