En suivant les actualités et évidemment celles relatives aux terribles incendies en Grèce, j'ai trouvé ce lien, dédié aux petites jumelles disparues et finalement retrouvées malheureusement décédées.
J'ai voulu comprendre ce poème et je me suis lancée dans la traduction, toujours difficile à traduire la poésie...Et celui-ci est tellement triste , je crois que Yannis Ritsos l'a écrit pour des amis qui venaient de perdre leur fille, j'en avais les larmes aux yeux.
Je le dédie à tous les enfants qui meurent victimes des agissements de leurs aînés, que ce soit en Grèce ou ailleurs dans le monde.
http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/schima-tis-apousias/
“Σχήμα της απουσίας”
Γιάννης Ρίτσος
En forme d’absence – Yannis Ritsos
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
Jamais les enfants disparus ne partent de leur maison
Ils y errent, s’accrochent aux jupes de leur mère
Au moment où celle-ci prépare le repas et écoute l’eau bouillir
Lorsqu’elle surveille la vapeur et le temps. Toujours là
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Et la maison prend une autre dimension, rétrécie, élargie
Comme si une pluie silencieuse la prenait
En plein été, dans les champs déserts.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
Les enfants morts ne partent pas. Ils restent à la maison
Et ils ont une préférence particulière pour jouer dans les couloirs fermés
Chaque jour ils grandissent dans nos cœurs, tellement
Que la douleur sous notre côté, n’est plus du manque
Mais de l’intensification. Et si parfois les femmes poussent un cri dans leur sommeil,
C’est parce qu’elles les enfantent de nouveau.
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Parfois, un soir de printemps, un enfant se lève et part inexplicablement
Sans que personne ne l’ait grondé, il se lève doucement, sans prévenir
Là-bas où il était tranquillement assis dans la terre
Et sa place dans la terre reste chaude
La trace de son passage brille encore dans l’air frais
Formant un autre enfant d’un halo blanchâtre. Alors
tout autour sont ramassés, comme autour d’une lumière blanche les petits moutons
Pour qu’ils se réchauffent et un peu plus loin
Un grand cheval, solitaire et tout blanc
Tout brillant là-haut de la clarté des étoiles
Pleure d’immenses et brûlantes larmes en tenant sa tête droite
Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.
Les soirs d’été à l’heure où ferment les parcs publics
Et que les petites filles rentrent à la maison avec leurs nounous
Et que d’autres, plus petites, dans leurs landaus, sont déjà endormies
Arrivent derrière elles, dans un cortège muet, invisible, les petites filles mortes,
Blêmes, avec des cheveux fanés, gardant dans leurs mains jointes
Leurs bouquets desséchés, comme de petits poèmes
Qu’elles n’avaient pas le temps d’apprendre de l’extérieur.
Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.
Elles restent debout au loin, regardent les rubans et les jeux accrochés aux kiosques
La vitrine humble et illuminée de l’épicerie voisine
Laissant à chacun de leurs pas un lieu intérieur qu’une ombre mauve et rose remplit immédiatement. Elles atteignent, de l’extérieur, leurs maisons,
Elles regardent la fenêtre fermée de leur enfance,
Elles lèvent un instant la main, mais ne frappent pas à la persienne. De l’intérieur
Les parents entendent le coup, ils laissent tomber la serviette sur la table
Comme tombe une grande feuille sèche au fil du temps. Ils ouvrent la porte.
Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.
Il n’y a rien. Ils voient seulement
Les étoiles éteintes, le ciel vide, l’univers vide
Ils referment la porte comme si leurs enfants étaient rentrés.
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Alors l’absence vit, avec nous ou sa propre vie, sa vie,
Elle gesticule imperceptiblement, se tait, s’use, vieillit
Comme une vie juste, avec le sourire muet qui se ride peu à peu
mesurée avec notre propre temps,
La bouche, les yeux perdant les couleurs, accroissant son ombre. –
Elle vit et vieillit avec nous et se perd avec nous, elle reste dans ce que nous laissons.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
Nous devons faire attention à chaque mouvement, chaque pensée, chaque mot,
Car pour ce qui devient notre manque
Nous portons maintenant, et nous seulement, l’entière responsabilité.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.
Une petite fille, sans méfiance, s’est habillée tout à coup de tristesse.
Qu’était ce alors la vie ? Et cette douleur ? Et ce cri ?
Etait-ce son lot ? Attendaient-ils derrière son rire
Préparés et traîtres ? Et ces visages aimés
Qui se penchaient au-dessus d’elle, au loin déjà ? Ouvre doucement, donc,
La porte d’un astre, entre avec précaution, que nous n’entendions pas
Mais toutes les nuits cette porte ouverte
Retentit du souffle de son petit sanglot
Et elle ne pouvait ni se lever ni la fermer
Et ne nous ne pouvions (trop loin) la fermer.
Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε”
Γιάννης Ρίτσος
Elle ne connait rien de nous. Mais toi tu t’obstines, invisible
A nous connaître encore avec la vie, pour nous allier. S’il y a
ton regard dans le nôtre nous ne refuserons pas de voir, de parler, de vaincre.
Ce jeune, peut-être qu’un jour il t’aimera.
Ces filles seront peut-être tes copines.
Après-demain tu iras dans cette école.
Ainsi dans la nuit où nous partons, étrangers, devant deux rangées de maisons inhabitées,
au dessous des ampoules sans lumière, comme des mains fermées,
un pot de fleurs arrosé qui goutte du vieux balcon
Elle se fie encore à son écho en nous, une porte à moitié ouverte, passe une nuit blanche pour nous et ce banc en bois, vide en plein désert, attendait que nous nous assoyions, sachant
que quelque part là-bas, à une fenêtre solitaire, suspendue haut dans la nuit, toi, derrière le rideau en dentelles
Tu attends que nous te souriions »
Yannis Ritsos
J'ai voulu comprendre ce poème et je me suis lancée dans la traduction, toujours difficile à traduire la poésie...Et celui-ci est tellement triste , je crois que Yannis Ritsos l'a écrit pour des amis qui venaient de perdre leur fille, j'en avais les larmes aux yeux.
Je le dédie à tous les enfants qui meurent victimes des agissements de leurs aînés, que ce soit en Grèce ou ailleurs dans le monde.
http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/schima-tis-apousias/
“Σχήμα της απουσίας”
Γιάννης Ρίτσος
En forme d’absence – Yannis Ritsos
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
Jamais les enfants disparus ne partent de leur maison
Ils y errent, s’accrochent aux jupes de leur mère
Au moment où celle-ci prépare le repas et écoute l’eau bouillir
Lorsqu’elle surveille la vapeur et le temps. Toujours là
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Et la maison prend une autre dimension, rétrécie, élargie
Comme si une pluie silencieuse la prenait
En plein été, dans les champs déserts.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
Les enfants morts ne partent pas. Ils restent à la maison
Et ils ont une préférence particulière pour jouer dans les couloirs fermés
Chaque jour ils grandissent dans nos cœurs, tellement
Que la douleur sous notre côté, n’est plus du manque
Mais de l’intensification. Et si parfois les femmes poussent un cri dans leur sommeil,
C’est parce qu’elles les enfantent de nouveau.
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Parfois, un soir de printemps, un enfant se lève et part inexplicablement
Sans que personne ne l’ait grondé, il se lève doucement, sans prévenir
Là-bas où il était tranquillement assis dans la terre
Et sa place dans la terre reste chaude
La trace de son passage brille encore dans l’air frais
Formant un autre enfant d’un halo blanchâtre. Alors
tout autour sont ramassés, comme autour d’une lumière blanche les petits moutons
Pour qu’ils se réchauffent et un peu plus loin
Un grand cheval, solitaire et tout blanc
Tout brillant là-haut de la clarté des étoiles
Pleure d’immenses et brûlantes larmes en tenant sa tête droite
Τα βράδια του καλοκαιριού, την ώρα που κλείνουν τα δημόσια πάρκα
και τα μικρά κορίτσια με τις παραμάνες τους γυρίζουν στα σπίτια τους
κι άλλα μικρότερα μες στα καρότσια τους, κοιμισμένα κιόλας,
πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια,
ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους
τις ξερές ανθοδέσμες τους, σα μικρά ποιήματα
που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω.
Les soirs d’été à l’heure où ferment les parcs publics
Et que les petites filles rentrent à la maison avec leurs nounous
Et que d’autres, plus petites, dans leurs landaus, sont déjà endormies
Arrivent derrière elles, dans un cortège muet, invisible, les petites filles mortes,
Blêmes, avec des cheveux fanés, gardant dans leurs mains jointes
Leurs bouquets desséchés, comme de petits poèmes
Qu’elles n’avaient pas le temps d’apprendre de l’extérieur.
Στέκουν από μακριά και κοιτάζουν τις κορδέλες και τα παιχνίδια κρεμασμένα στα περίπτερα,
τη φωτισμένη, ταπεινή βιτρίνα του γειτονικού ψιλικατζίδικου
αφήνοντας σε κάθε βήμα τους ένα χώρο εσωτερικό που τον γεμίζει αμέσως
μια σκιά μενεξεδένια και ρόδινη. Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους,
κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο,
υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα
ακούνε οι γονείς το χτύπημα’ αφήνουν την πετσέτα να πέσει στο τραπέζι
σα να πέφτει ένα μεγάλο ξερό φύλλο πάνω στο χρόνο. Ανοίγουν την πόρτα.
Elles restent debout au loin, regardent les rubans et les jeux accrochés aux kiosques
La vitrine humble et illuminée de l’épicerie voisine
Laissant à chacun de leurs pas un lieu intérieur qu’une ombre mauve et rose remplit immédiatement. Elles atteignent, de l’extérieur, leurs maisons,
Elles regardent la fenêtre fermée de leur enfance,
Elles lèvent un instant la main, mais ne frappent pas à la persienne. De l’intérieur
Les parents entendent le coup, ils laissent tomber la serviette sur la table
Comme tombe une grande feuille sèche au fil du temps. Ils ouvrent la porte.
Δεν είναι τίποτα. Βλέπουν μονάχα
τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο
και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους.
Il n’y a rien. Ils voient seulement
Les étoiles éteintes, le ciel vide, l’univers vide
Ils referment la porte comme si leurs enfants étaient rentrés.
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Alors l’absence vit, avec nous ou sa propre vie, sa vie,
Elle gesticule imperceptiblement, se tait, s’use, vieillit
Comme une vie juste, avec le sourire muet qui se ride peu à peu
mesurée avec notre propre temps,
La bouche, les yeux perdant les couleurs, accroissant son ombre. –
Elle vit et vieillit avec nous et se perd avec nous, elle reste dans ce que nous laissons.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται ‘κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
Nous devons faire attention à chaque mouvement, chaque pensée, chaque mot,
Car pour ce qui devient notre manque
Nous portons maintenant, et nous seulement, l’entière responsabilité.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι ‘ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες ‘κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ’ τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.
Une petite fille, sans méfiance, s’est habillée tout à coup de tristesse.
Qu’était ce alors la vie ? Et cette douleur ? Et ce cri ?
Etait-ce son lot ? Attendaient-ils derrière son rire
Préparés et traîtres ? Et ces visages aimés
Qui se penchaient au-dessus d’elle, au loin déjà ? Ouvre doucement, donc,
La porte d’un astre, entre avec précaution, que nous n’entendions pas
Mais toutes les nuits cette porte ouverte
Retentit du souffle de son petit sanglot
Et elle ne pouvait ni se lever ni la fermer
Et ne nous ne pouvions (trop loin) la fermer.
Δε μας γνωρίζει τίποτα. Μα εσύ επιμένεις αόρατη
να μας γνωρίσεις πάλι με τη ζωή – να συμμαχήσουμε. Αν είναι
το βλέμμα σου μέσα στο βλέμμα μας, δε θ’ αρνηθούμε
να δούμε, να μιλήσουμε, να κινηθούμε. Αυτός ο νέος
ίσως μια μέρα και να σ’ αγαπούσε. Ετούτα τα κορίτσια
ίσως και θα ΄ταν φιλενάδες σου. Σε τούτο το σχολείο
θα πήγαινες μεθαύριο. Κι έτσι μέσα στη νύχτα
που φεύγουμε ξένοι, μπρος σε δυο σειρές ακατοίκητα σπίτια,
κάτω από γλόμπους χωρίς αχτίνες σαν κλεισμένα χέρια,
μια γλάστρα ποτισμένη που στάζει απ’ το παλιό μπαλκόνι
εμπιστεύεται πάλι τον ήχο της σ’ εμάς’ μια πόρτα
μισανοιγμένη, ξαγρυπνάει για ΄μας κι αυτός ο ξύλινος πάγκος
παρατημένος καταμεσής στην ερημιά, εμάς περίμενε να καθίσουμε, ξέροντας
πως κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο
ψηλά στη νύχτα, εσύ, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι,
περιμένεις να σου χαμογελάσουμε”
Γιάννης Ρίτσος
Elle ne connait rien de nous. Mais toi tu t’obstines, invisible
A nous connaître encore avec la vie, pour nous allier. S’il y a
ton regard dans le nôtre nous ne refuserons pas de voir, de parler, de vaincre.
Ce jeune, peut-être qu’un jour il t’aimera.
Ces filles seront peut-être tes copines.
Après-demain tu iras dans cette école.
Ainsi dans la nuit où nous partons, étrangers, devant deux rangées de maisons inhabitées,
au dessous des ampoules sans lumière, comme des mains fermées,
un pot de fleurs arrosé qui goutte du vieux balcon
Elle se fie encore à son écho en nous, une porte à moitié ouverte, passe une nuit blanche pour nous et ce banc en bois, vide en plein désert, attendait que nous nous assoyions, sachant
que quelque part là-bas, à une fenêtre solitaire, suspendue haut dans la nuit, toi, derrière le rideau en dentelles
Tu attends que nous te souriions »
Yannis Ritsos