Από καιρό κυνηγούσε λαθραία στην Αφρική ο άνδρας που είχε σηκώσει το ακουστικό και μιλούσε για το απόθεμά του δορών λιονταριών και γατόπαρδων, έτοιμο προς πώληση. Ο άλλος, από τη Γαλλία, συνέχιζε φιλήκοος τη συνομιλία. Στους δυνατούς πήχεις του χαράζονταν τατουάζ ναυτικών. Του άρεσε να αστιεύεται και είπε πονηρά στο λαθροθήρα :"Ελπίζω ότι τα τομάρια σου δεν όζουν καθόλου, διαφορετικά δεν τα παίρνω. Πρόσεχε! Δε θέλω να έχω δούναι και λαβείν με ενδεχομένους καταδότες !" Πριν κατεβάσει το ακουστικό, άκουσε τον άλλο να βροντοφωνάζει σαν τον υδρολαίλαπα που ξεσπάει.
Il braconnait depuis longtemps en Afrique l'homme qui avait pris l'écouteur et parlait de son stock de peaux de lions et de guépards, prêt à la vente. L'autre, à partir de la France, poursuivait avec un plaisir évident la conversation. Sur ses avant-bras puissants étaient gravés des tatouages de marins. Il aimait plaisanter et il dit malicieusement au braconnier:
"J'espère que tes peaux ne sentent pas du tout, autrement je ne les prends pas . Méfie-toi ! Je ne veux pas avoir à faire avec d'éventuels dénonciateurs." Avant de raccrocher, il entendit l'autre tonner comme l'orage qui éclate.