Τὸ Ἑλληνόπουλο (Μετάφραση στὰ ἑλληνικά: Κωστὴς Παλαμᾶς)
Τὸ ποίημα «Τὸ Ἑλληνόπουλο» γράφτηκε ἀπὸ τὸν Βίκτωρ Οὐγκώ τὸ 1828 καὶ ἀναφέρεται στὴν καταστροφὴ τῆς Χίου ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους στὶς 30 Μαρτίου 1822.
Τοῦρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.
῾Η Χίο, τ᾿ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρὰ
τ᾿ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια
καὶ στὸ χορὸ τὶς λιγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια
καθρέφτιζε μέσ᾿ στὰ νερά.
᾿Ερμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο,
στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερὰ
τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει
μόνο μιὰ ν᾿ ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη
μέσ᾿ στὴν ἀφάνταστη φθορά.
Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες
γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ᾿ ἤθελες τάχα νά ᾿χες
γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ
ματάκια σου ν᾿ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι,
καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι
μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;
Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω
γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω
ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ
μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη,
καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη
καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;
Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι;
Μήπως τὸ κρίνο ἀπ᾿ τὸ ᾿Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;
Μήν ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δεντρὶ
ποὺ μέσ᾿ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,
κ᾿ ἕν᾿ ἄλογο χρόμια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ;
Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα
καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;
Τί θὲς κι ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ
τοῦτα; Πὲς! Τ᾿ ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί; Διαβάτη,
μοῦ κράζει τὸ ῾Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι·
βόλια, μπαρούτη θέλω, νά!