Τὸ νανούρισμα τῆς Ἀλκμήνης ἀναφέρεται στὸ δεκαμηνο Ἡρακλῆ καὶ στὸν ἀδελφό του Ἰφικλῆ - Ἡ Ἀλκμήνη τοὺς εἶχε βάλει νὰ πλαγιάσουν σὲ μία χάλκινη ἀσπίδα καὶ χαϊδεύοντας τὰ κεφαλάκια τοὺς εἶπε :
«'εὕδετ᾿, ἐμὰ βρέφεα, γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον ὕπνον•
εὕδετ᾿, ἐμὰ ψυχά, δύ᾿ ἀδελφεοί, εὔσοα τέκνα•
ὄλβιοι εὐνάζοισθε καὶ ὄλβιοι ἀῶ ἵκοισθε.'
ὣς φαμένα δίνησε σάκος μέγα• τοὺς δ᾿ ἕλεν ὕπνος».
Ἀπόδοσις:
«Ὕπνο γλυκὸ κι ὕπνο ἐλαφρὸ παιδιά μου, κοιμηθεῖτε.
Κλείσετε τὰ ματάκια σας εὐτυχισμένα ἀδέρφια.
Καλότυχο τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ ξημέρωμά σας,
Καὶ λέγοντας τὰ λόγια αὐτά, κουνοῦσε τὴν ἀσπίδα
καὶ τὰ παιδιὰ κοιμήθηκαν κι ὕπνος γλυκὸς τὰ πῆρε».