Στο χείλος όλων των κρημνών φυτρώνει ένα ατέκμαρτο φυτό. Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια προπετής και τολμηρή ποιμενίς. Βοσκούσε τα πρόβατά της σ΄ ένα οξύινο δάσος και, καθώς την έπληττε η μοναξιά, της άρεσε να σκύβει από την άκρη του γκρεμού στο βάθος του οποίου έρρεε ένα ποτάμι. Μια φορά, έτσι σκυμμένη στο κενό, μύρισε ένα άγνωστο άρωμα. Κοντά της πήρε το μάτι της το φυτό. Το μάζεψε και, μόλις γύρισε στο σπίτι, το κοπάνισε σ΄ ένα ιγδίον. Έκανε αυθωρεί και παραχρήμα ένα αφέψημα για την άρρωστη μητέρα της που ανάρρωσε γρήγορα.
Sur l'arête de tous les précipices pousse une plante sans marque distinctive. Il était une fois une bergère insolente et audacieuse. Elle faisait paître ses moutons dans une forêt de hêtres et, comme la solitude lui pesait, elle aimait se pencher sur le bord du précipice au fond duquel coulait une rivière. Une fois, ainsi penchée dans le vide, elle sentit un parfum inconnu.Près d'elle elle repéra la plante. Elle la cueillit et, dès qu'elle fut de retour chez elle, elle la broya dans un mortier. Elle fit sur le champ une décoction pour sa mère malade qui se rétablit vite.