Ακουμπισμένη στο πόδι του προστώου μ΄ ένα μωρό στην αγκαλιά της, φαινόταν αδιάφορη στο σύμμικτο πλήθος που χάζευε τη πλατεία. Το χέρι της, δειλά απλωμένο και σκεπασμένο με τύλους, ζητούσε την ελεημοσύνη. Στριμωγμένο ανάμεσά της και σ΄ έναν κίονα, ένα υβό κοριτσάκι, που με κάρφωνε με τα φλογερά μάτια του. Στα γόνατά του, ένα ανοιχτό αρίγωτο τετράδιο, άθικτο. Δυο βήματα απ΄ αυτά τα τρία άτυχα άτομα, δίπλα σε μια πρασιά τριανταφυλλιές γεμάτες μελίγκρες, έπαιζαν τυφλόμυγα κάτι ανέμελα παιδιά.
Accroupie au pied de l'appentis de la stoa , un bébé dans les bras, elle paraissait indifférente à la foule bariolée qui flânait sur la place. Sa main, timidement tendue et recouverte de durillons, demandait l'aumône. Coincée entre elle et une colonne, une fillette bossue, dont les yeux ardents étaient fixés sur moi. Sur ses genoux, un cahier sans ligne ouvert, intact. A deux pas de ces trois êtres infortunés, près d'un massif de rosiers recouverts de pucerons, jouaient à colin-maillard quelques enfants insouciants.