Ο Λουκάς είναι ένα ονειροπαρμένο παιδί, γι΄ αυτό καταφεύγει όσο πιο συχνά γίνεται στο υπερώο του αγροκτήματος. Εκεί ξεχνά τις αγκίθες από των οποίων είναι γεμάτα τα χέρια του. Πρέπει να σας πω ότι βοηθά τον πατέρα του που πληρώνει το γεώμορο στον ιδιοκτήτη του κτήματος , ήγουν του δίνει το αντίτιμο της αξίας της συγκομιδής εξ ημισείας. Λοιπόν εκεί το παιδί ξεχνά όλα αυτά τα βάσανα και ονειρεύεται πως υπερίπταται την ανθισμένη πρασιά που καλλιεργεί η μητέρα του. Ξαφνικά έγινε ο πάτος της θάλασσας όπου σπαρταράνε ένα πλήθος πολύχρωμοι γύλοι. Τότε ο Λουκάς πετάει απ΄ τη χαρά του.
Luc est un enfant rêveur, aussi se réfugie-t-il le plus souvent possible dans la mansarde de la ferme. Là il oublie les échardes dont ses mains sont remplies. Je dois vous dire qu'il aide son père qui paie le métayage au propriétaire du domaine, ou plutôt lui donne la contrevaleur de la moitié de la récolte. Là donc,l'enfant oublie tous ces ennuis et rêve qu'il survole le parterre fleuri que cultive sa mère. Il devient soudain le fond de la mer où frétille une quantité de girelles multicolores. Alors Luc est aux anges.