Έφτασε ξημερώματα στον τόπο και αναπόφευκτα λάλησε ο καμαρωτός πετεινός του αγροκτήματος με το κομψό του λειρί . Αμέσως ο βοσκός ξύπνησε με τη λήμη στο μάτι. Τώρα προχωρά αργά προς το στάβλο όπου κουνιούνται κιόλας οι εύρωστοι αμνοί. Μηχανικά ο άνδρας κοιτάζει μπροστά του την κρημνώδη έκταση που θα διασχίσει σε λίγο με το κοπάδι και, προληπτικά, ψάχνει να βρει στον ακόμη έναστρο ουρανό την αιγό ουρανία, δηλαδή σύμφωνα με τη μυθολογία το κέρατο της Αμάλθειας, το χαϊδεμένο του άστρο. Τη βρήκε, τότε τη ρωτάει γιατί οι άνθρωποι καταναλώνουν τόση φαιά ουσία για τη πρόοδο της τεχνολογίας, ενώ στη γη οι μεν τρώνε τον αβλέμονα και οι δε ψοφάνε της πείνας.
Le jour s'est levé sur la localité et inévitablement l'orgueilleux coq de la ferme à la crête élégante a chanté. Le berger s'est immédiatement réveillé, les yeux pleins de chassie. Il avance maintenant lentement vers l'étable où s'agitent déjà les agneaux vigoureux. L'homme regarde machinalement devant lui l'étendue abrupte qu'il traversera sous peu avec le troupeau et, superstitieusement, il essaie de découvrir la constellation de la chèvre, c'est à dire d'après la mythologie la corne d'abondance, son étoile préférée. Il l'a trouvée, alors il lui demande pourquoi les hommes consomment autant de matière grise pour le progrès de la technologie, alors que les uns mangent comme quatre et que les autres meurent de faim.
Dernière édition par Yves le Sam 6 Oct - 21:46, édité 1 fois