Παρότι ανοιχτό ήταν το παράθυρο, η μητέρα που ροδάνιζε υπομονετικά δεν άκουγε το σπίνο να κελαηδούσε στη λεύκα της αύλης. Χήρα πριν από λίγο, ζούσε με την κόρη της, την Ειρήνη, που βοσκούσε καθημερινά τα αιγοπρόβατα. Από καιρό έβγαινε προς άγραν γαμπρού. Μάταια, είχαν όλοι τους φύγει οι νεαροί, είτε για την πόλη, είτε για το εξωτερικό. Επιπλέον δεν ήτανε καλή η κατάσταση στην περιοχή. Πολλά ζωντανά πέθαιναν από την παρμάρα. Οι προβατίνες, που πονούσαν και έτρεμαν σύγκορμες, έμπηζαν τις κραυγές και τα αρνάκια, στερημένα γάλακτος, ολόλυζαν συνεχώς σαν πεινασμένα μωρά.
Bien que la fenêtre soit ouverte, la mère qui embobinait patiemment le fil sur son rouet n'entendait pas le pinson chanter dans le peuplier de la cour. Veuve depuis peu elle vivait avec sa fille, Irène, qui faisait paître chaque jour chèvres et moutons. Depuis longtemps elle s'acharnait à trouver un gendre. En vain, les jeunes hommes étaient tous partis soit en ville, soit à l'étranger. De plus la situation n'était pas bonne. Beaucoup de bêtes mouraient d'agalactie. Les brebis, qui souffraient et tremblaient de tout leur corps, poussaient des cris et les agneaux, privés de lait, pleuraient sans cesse, comme des bébés affamés.