Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα απρόσεκτο
ψαρόνι. Ο σμήνος του που ήταν σκαρφαλωμένος στην κορφή ιτιάς, κοντά στο ποταμό, είχε φύγει εν αγνοία του. Ύστερα από λίγο αναδύθηκε ένας περίεργος
έγχελυς και αντίκρισε το πτηνό μαζεμένο στο δένδρο.
"Τι κάνεις έτσι, ολομόναχο, πάνω πάνω, του είπε
αυθωρί. Μήπως διανυκτέρευσες εκεί πάνω όπου κάνει κρύο ;
-Δε μας νοιάζει το κρύο, απάντησε το ψαρόνι, είμαστε στα πούπουλα.
-Καλύτερα, πάντως, να έχεις τη νύχτα, όπως οι νυχτερίδες, μια
τρώγλη.
-Σ΄ εμάς, τα ψαρόνια, δε μας αρέσουν τα
έρματα, αδέσκοπα είμαστε, ανταταποκρίθηκε
εγωπαθώς το πουλί.
-Εμείς, οι έγχελεις, σεβόμαστε τα έρματά μας. Γεννιόμαστε πάντα στη θάλασσα των Σαργάσσων, είμαστε τότε μικρούληδες, χωρίς
σπίλο, διαφανείς σαν το νερό. Και αλίμονό μας, αν μας βρουν οι ψαράδες που τρελαίνονται για μας και με ψήνουν με σκόρδο. Άμα έχεις την τύχη να γλιτώσεις απ΄ αυτούς , μπορείς να ζήσεις, όπως εγώ, αρκετά χρόνια στα ποτάμια. Αλλά, στο τέλος του μηνός, θα γυρίσω στη θάλασσα για την αναπαραγωγή.
-Εμείς, συμπέρανε το ψαρόνι, δεν έχουμε πρόβλημα με τους ανθρώπους, γιατί η σάρκα μας είναι τόσο σκληρή που δεν τους ενδιαφέρει. Μας διώχνουν όμως μ΄ εκπυρσοκροτήσεις από τα χωράφια και τις πόλεις. Μα είμαστε ξεροκέφαλα και όλο και πιο πολυάριθμα."
Τότε ο έγχελυς εξαφανίστηκε από την επιφάνεια για να τραγανίσει έναν απρόσεκτο φοξίνο.