Ανάμεσά στις πενήντα Νηρηίδες που ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, η Σπειώ ήτανε η πιο όμορφη.Της άρεσε πρώτα απ΄ όλα το λιμανάκι της Σκάλας Συκαμιάς της Λέσβου που είχε διαλέξει για νηολόγιο. Εκεί, κάποτε, μπήκε τα μεσάνυχτα σ΄ ένα σπιτάκι από πλίθρα όπου μόλις γεννήθηκε ένα σαβαττογεννήμενο μωρό. Αυτό δεν ήξερε ακόμη ότι στο εξής θα είχε το προνόμιο, για το καλύτερο και για το χειρότερο, να ατενίζει την καλλονή της.
Ήτανε από ΄δώ κι εμπρός μεγάλο κι ένα παλληκάρι 25 χρονών όταν αποφάσισε να γίνει κλέφτης, εφοδιασμένο με μια αραβίδα, στα βουνά. Ρήμαζε τα σπίτια και καμιά φορά σκότωνε αγαθούς ανθρώπους. Η Σπειώ γρήγορα έπεσε θύμα της γοητείας του κλέφτη που τον έθελξε μια νύχτα κάτω από μια μουσμουλιά και του έδωσε μέσπιλα από τα οποία έβγαζε μια μαγευτική μελίτωση.
Το παλληκάρι αποκοιμήθηκε και ξαναβρέθηκε στον ουρανό μέσα στον αστερισμό του Εξάντα. Έγινε για πάντα ένα αστέρι διότι, όπως ξέρουμε, οι νηρηίδες θέλγουν τους άνδρες και μετά τους ξεφεύγουν.