Επειδή οι γιατροί δεν είχαν μπορέσει να τον γιατρέψουν από τη λώβα και νόμιζε πως όφειλε να γίνει καλά στις προσωπικές του προσευχές προς το Θεό, αποφάσισε να πάρει μορφή η λωλαμάρα που τον είχε πιάσει να αποτραβηχτεί από τον κόσμο και, νιώθοντας μια μεγάλη ευγνωμοσύνη για το Θεό, να πάει μοναχός στο Άγιο Όρος. Θυμάται ακόμη, τώρα που ράβει το ένδυμα του με ραφίδα, την εξαιρετική μέρα της τελετής της κουράς στον ιερό ναό του μοναστηριού. Ενώ ο μητροπολίτης περιέρραινε τους δόκιμους μοναχούς, αυτός ο ίδιος έθαλλε σαν τις πολλές ραφίδες που στόλιζαν την Άγια Τράπεζα και ζαλιζόταν από το άρωμα του λιβανιού στους μυκτήρους του.
Comme les médecins n'avaient pas réussi à le guérir de la lèpre et qu'il pensait qu'il devait à ses propres prières à Dieu de bien se porter, il décida que se réalise la folie qui s'était emparée de lui de se retirer du monde et, du fait qu'il éprouvait une grande reconnaissance à l'égard de Dieu, de devenir moine au mont Athos.
Il se souvient encore, maintenant qu'il coud avec une aiguille son habit, le jour exceptionnel de la cérémonie de la tonsure à l'église du monastère. Tandis que le métropolite aspergeait d'eau bénite les moines novices, lui-même s'épanouissait comme les nombreux palmiers nains qui ornaient la Sainte Table et s'enivrait du parfum de l'encens dans ses narines.