Ενώ κρατάει τον οίακα του εξωλέμβιου κινητήρα, ο Γεώργιος σκέπτεται τη μητέρα του :"Έχω να τη δω τρεις μήνες, θα της δείξω την υιική μου αγάπη." Στο μεταξύ ακούει αφηρημένα το βορβορυγμό του νερού που ανακατεύει η προπέλα. Ξαφνικά κόβει το μάτι του το μετείκασμα της μάνας, η οποία καίει, στο γνόφο της κουζίνας, το γνάφαλο ενός μαδημένου περιστεριού. Τότε θυμάται με νοσταλγία που εκείνο το γαλάζιο αλλά άοσμο άνθος, ο αγάπανθος, είναι η αδσυναμία της. Ξέρει ένα μαγαζί που διαθέτει λουλούδια σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων.
Tandis qu'il tient la barre du moteur qui est à l'arrière, Georges pense à sa mère:"Il y a trois mois que je ne l'ai vue, je vais lui montrer que je l'aime comme un vrai fils." Pendant ce temps il entend distraitement le borborygme de l'eau que brasse l'hélice. Soudain son oeil perçoit l'image résiduelle de sa mère qui brûle, dans l'obscurité de la cuisine, le duvet d'un pigeon plumé. Alors il se souvient avec nostalgie de cette fleur bleue mais sans parfum, l'agapanthe, pour laquelle elle a un faible. Il connaît un magasin qui dispose d'une grande variété de fleurs multicolores.
Dernière édition par Yves le Dim 9 Nov - 3:49, édité 1 fois