Voici la suite des Paysans.
Les niveaux les plus faibles peuvent s'arrêter dès la 1ère phrase. Les plus forts iront jusqu'au bout.
Jamais prophète susceptible de passer Dieu ne fut plus aveuglément obéi que ne l'était Rigou chez lui dans ses moindres caprices. Le mouvement de ses gros sourcils noirs plongeait sa femme, Annette et Jean dans des inquiétudes mortelles. Il retenait ses trois esclaves par la multitude minutieuse de leurs devoirs qui leur faisait comme une chaîne. A tout moment, ces pauvres gens se trouvaient sous le coup d'un travail obligé, d'une surveillance, et ils avaient fini par trouver une sorte de plaisir dans l'accomplissement de ces travaux constants, ils ne s'ennuyaient point. Tous trois, ils avaient le bien être de cet homme pour seul et unique texte de leurs préoccupations.
Annette était, depuis 1795, la dixième jolie bonne prise par Rigou, qui se flattait d'arriver à la tombe avec ces relais de jeunes filles. Venue à seize ans, à dix-neuf ans Annette devait être renvoyée.
Δεν υπήρξε ποτέ κανένας προφήτης, ικανός να ξεπεράσει το Θεό, που έγινε τόσο σεβαστός όσο και ο Ριγού στο σπίτι του σχετικά με τις παραμικρές επιθυμίες. Η κίνηση των πυκνών μαύρων φρύδιων του έριχνε τη γυναίκα του, την Αννούλα και τον Ιωάννη σε μεγάλες ταραχές. Διατηρούσε υπό έλεγχο τους τρεις σκλάβους του χάρη στα αμέτρητα και σχολαστικά καθήκοντά τους, σαν να τους είχε αλυσοδέσει. Κάθε στιγμή, αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι ήταν στο έλεος του κυρίου τους, είτε για κάποια υποχρέωση, είτε για μια επιτήρηση , και τελικά είχαν βρει κάπως ευχαρίστηση στην εκπλήρωση αυτών των σταθερών καθηκόντων, και δεν ένιωθαν καθόλου πλήξη. Και οι τρεις είχαν μια ολομόναχη φροντίδα, την ευεξία αυτού του άντρα.
Η Αννούλα ήταν, από 1795, η δέκατη και όμορφη υπηρέτρια του Ριγού, ο οποίος υπερηφανευόταν ότι θα ζούσε μέχρι θανάτου με αυτές τις διαδοχικές κοπέλες. Επειδή είχε προσληφθεί σε ηλικία δεκαέξι χρόνων η Αννούλα, θα απολυόταν τρία χρόνια αργότερα.
Les niveaux les plus faibles peuvent s'arrêter dès la 1ère phrase. Les plus forts iront jusqu'au bout.
Jamais prophète susceptible de passer Dieu ne fut plus aveuglément obéi que ne l'était Rigou chez lui dans ses moindres caprices. Le mouvement de ses gros sourcils noirs plongeait sa femme, Annette et Jean dans des inquiétudes mortelles. Il retenait ses trois esclaves par la multitude minutieuse de leurs devoirs qui leur faisait comme une chaîne. A tout moment, ces pauvres gens se trouvaient sous le coup d'un travail obligé, d'une surveillance, et ils avaient fini par trouver une sorte de plaisir dans l'accomplissement de ces travaux constants, ils ne s'ennuyaient point. Tous trois, ils avaient le bien être de cet homme pour seul et unique texte de leurs préoccupations.
Annette était, depuis 1795, la dixième jolie bonne prise par Rigou, qui se flattait d'arriver à la tombe avec ces relais de jeunes filles. Venue à seize ans, à dix-neuf ans Annette devait être renvoyée.
Δεν υπήρξε ποτέ κανένας προφήτης, ικανός να ξεπεράσει το Θεό, που έγινε τόσο σεβαστός όσο και ο Ριγού στο σπίτι του σχετικά με τις παραμικρές επιθυμίες. Η κίνηση των πυκνών μαύρων φρύδιων του έριχνε τη γυναίκα του, την Αννούλα και τον Ιωάννη σε μεγάλες ταραχές. Διατηρούσε υπό έλεγχο τους τρεις σκλάβους του χάρη στα αμέτρητα και σχολαστικά καθήκοντά τους, σαν να τους είχε αλυσοδέσει. Κάθε στιγμή, αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι ήταν στο έλεος του κυρίου τους, είτε για κάποια υποχρέωση, είτε για μια επιτήρηση , και τελικά είχαν βρει κάπως ευχαρίστηση στην εκπλήρωση αυτών των σταθερών καθηκόντων, και δεν ένιωθαν καθόλου πλήξη. Και οι τρεις είχαν μια ολομόναχη φροντίδα, την ευεξία αυτού του άντρα.
Η Αννούλα ήταν, από 1795, η δέκατη και όμορφη υπηρέτρια του Ριγού, ο οποίος υπερηφανευόταν ότι θα ζούσε μέχρι θανάτου με αυτές τις διαδοχικές κοπέλες. Επειδή είχε προσληφθεί σε ηλικία δεκαέξι χρόνων η Αννούλα, θα απολυόταν τρία χρόνια αργότερα.