Ο κακομοίρης,
αγγελοκρουσμένος τη νύχτα απ΄ ένα φάντασμα, δε συνήλθε απ΄ αυτό το χτύπημα της μοίρας. Ξενύχτησε και το πρωί πρωί είδε το
θέναρ των χεριών του γεμάτο
σπίλους. Αλλά έγινε το χειρότερο όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φαλάκρας ήταν. Ούτε
λώθρα ούτε
θαλλός στο κεφάλι του ! Επρόκειτο για τη γυαλιστερή, όχι για τη στρογγυλή
μάδησιν. Ντύθηκε κι έτρεξε μέχρι το μαγαζί όπου άγορασε μια περούκα την οποία αρωμάτισε με λιγή
σμύρνα. Αλλά μέσα στο μήνα μαράθηκε.
Le malheureux, épouvanté la nuit par un fantôme, ne s'en remit pas. Il passa une nuit blanche et de bon matin il vit la paume de ses mains pleine de taches. Mais le pire se produisit lorsqu'il se regarda dans le miroir. Il était un homme chauve. Pas même un petit bout, pas la moindre pousse sur sa tête ! C' était la chute de che veux totale, pas celle limitée au sommet du crâne. Il s'habilla et courut jusqu'au magasin où il acheta une perruque qu'il parfuma avec de la myrrhe. Mais il dépérit au cours du mois.