Κρυολόγησε χθες ο Πέτρος και ξενύχτησε σχεδόν όλη τη νύχτα. Γι΄ αυτό σήμερα πρωί πρωί έχει βουλωμένους τους ρώθωνές του. Σε μισή ώρα αυτός και ο γείτονας του θα πάνε για ψάρεμα. Ξέρει ένα ψαρότοπο γεμάτο σαργούς. Βιάζεται, ψάχνει να βρει τον ορμαθό κλειδιών, δε θυμάται πού τον έβαλε. Σκέφτεται λίγο, το βρήκε, ήταν μέσα στο ιγδίον, στην κουζίνα. Τώρα είναι έτοιμος, ανοίγει το παράθυρο και βλέπει τον γείτονα να έρχεται με τον αυτοκίνητό του, ξανακλείνει γρήγορα και ξεφωνίζει από τον πόνο, πιάστηκε το δάχτυλό του στο μεσόθυρο. Να τον έξω, κάθεται κοντά στον γείτονα και νιώθει δήξιν στην ιγνύα. Ξύνει το πόδι του και μαζεύει ένα μεγάλο αγκίστρι. Από ΄δώ και πέρα ξέρουν πού να κρατηθούν τα ψάρια!
Pierre a pris froid hier et n'a pour ainsi dire pas dormi de la nuit. Aussi ce matin de bonne heure il a les narines bouchées. Dans une demi heure son voisin et lui vont à la pêche. Il connaît un coin fameux plein de sars. Il se dépêche, cherche le trousseau de clés, il ne se souvient pas où il l'a mis. Il réfléchit un peu, il l'a trouvé, il était dans le mortier, à la cuisine. Maintenant il est prêt, ouvre la fenêtre et voit le voisin arriver en voiture, il referme vite et pousse un cri de douleur, il s'est coincé le doigt dans le trumeau. Le voilà dehors, il s'assied près du voisin et ressent comme une morsure au jarret, il se gratte la jambe et récupère un gros hameçon. Désormais les poissons n'ont qu'à bien se tenir !
Pour ρωθών, je l'ai trouvé accentué ainsi : ρώθων.
Dernière édition par Yves le Sam 5 Oct - 22:12, édité 1 fois