Μια φορά κι έναν καιρό ήταν στη Μεσόγειο ένας περίεργος σπάρος. Σίγουρα ξέρετε αυτά τα μικρά ψάρια, στενούς συγγενείς του σάργου, με λαμπερό ασημί χρώμα, που χαζεύουν τα ρηχά και το όνομα των οποίων σημαίνει επίσης, μεταφορικά, τεμπέλης.
Λοιπόν, ο σπάρος μας, απομονωμένος, δεν άντεχε πια τη μονοτονία οφειλόμενη στην ερημοποίηση του πάτου της θάλασσας. Είχε ακούσει, κατά τη διάρκεια μιας κουβέντας μ΄ ένα χέλι, που έχει, όπως ξέρετε, το σπάνιο προνόμιο να σέρνεται καταγής, για τις ανέσεις των χοϊκών ζώων που ονομάζονται άνθρωποι, για τα πολυτελή σπίτια τους με καλά πελεκημένα αγκωνάρια, τα πολλά δωμάτια τους στολισμένα με ζωγραφιές και φυτά, ιδιαιτέρως ωραίες ραφίδες και, καμιά φορά, με μνημεία και αρχαία.
Του έμαθε επίσης ότι αυτοί ήταν οι άνθρωποι που ρήμαζαν όλο και πιο τη Μεσόγειο και δεν είχαν καμία δουλειά με τους προγόνους τους που όργωναν με άροτρο και το σταβάρι του. Πρόσθεσε ότι δεν έχουν λέπια μα μια επιδερμίδα που σκεπάζει ένα άλλο πιο πυκνό στρώμα δέρματος, το χόριο.
Θαμπωμένος από τη μαγεία αυτών των λέξεων που του ήταν άγνωστες, ο σπάρος αποφάσισε να τσιμπήσει, την άλλη μέρα, έτσι θα μπορούσε να γνωριστεί με τον άνθρωπο.
Hélène, je n'ai pas trouvé le mot αγείσωτος.