Καθημερινά η Άννα περνούσε από το πρώην κτήμα της όπου καλλιεργούσε πριν από την οικονομική κρίση θρίδακες σε θερμοκήπια, τις οποίες πουλούσε στην πόλη. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που το είχε εγκαταλείψει και για το οποίο είχε υπογράψει πάχτωση τριών χρονών ένας γείτονας. Στο τέλος του συμβολαίου, η Άννα το είχε πουλήσει φτηνά σε μια οικοδομική επιχείρηση. Τότε, αφού μπουλντόζες είχαν αναστατώσει το χώρο και υψώσει ένα τεράστιο άνδηρο, είχε εμφανιστεί μια τόσο τεράστια πολυκατοικία . Κάθε φορά, μπροστά σ΄ αυτό το αποτρόπαιο θέαμα, σκούπιζε ένα δάκρυ με το ρινόμακτρόν της. Προσπαθούσε μάτην να αναγνωρίσει τον ευάρεο τόπο που είχε γεννηθεί . Καμιά φορά, μέσα στη μικρή γκαρσονιέρα που νοίκιαζε, τα έβαφε μαύρα και κοίταζε με επιμονή το θώμιγγα που κρεμιόταν από το ταβάνι.
Chaque jour Anna passait devant son ex propriété où elle cultivait avant la crise économique dans des serres des batavias qu'elle vendait à la ville. Cinq années s'étaient passées depuis qu'elle l' avait abandonnée et pour laquelle un voisin avait signé un fermage de trois années. A la fin du contrat, Anna l'avait vendue bon marché à une entreprise de construction. Alors, après que les buldozers eurent bouleversé les lieux et élevé une énorme butte, étaient apparu un immeuble aussi énorme. Chaque fois, devant ce spectacle abominable, elle essuyait avec son mouchoir une larme. Elle essayait vainement de reconnaître cet endroit bien aéré où elle était née. Parfois, dans le petit studio qu'elle louait, elle broyait du noir et regardait avec insistance la cordelette qui pendait du plafond.