Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε μόνη της σε μια μεγάλη εγωιστική πόλη, όπου είχε γεννηθεί πριν από έναν αιώνα. Εξάλλου δεν αναγνώριζε πια αυτό τον τόπο τον οποίο ο χόλος του όχλου ξεσήκωνε ασταμάτητα και στον οποίο, στα παιδικά της χρόνια, όλοι τους χαιρετιόνταν. Καθισμένη κοντά στο τζάκι κι έχοντας ένα υποπόδιο για να ανακουφίσει τους ρευματικούς πόνους της, παρηγορούνταν θυμίζοντας το παρελθόν, τη μητέρα της, τη στοργή και τα θωπεύματά της. Συχνά κοίταζε το χοϊκό αγγείο που της είχε χαρίσει στα δεκαπέντε της χρόνια. Ένιωθε πλια να φεύγει τη ζωτικότητά της σαν, κάθε βράδυ, την έπιανε ζάλη και στο σκοτάδι έβλεπε φωτινές κουκκίδες, σαν πυγολαμπίδες. Ήξερε ότι έφαγε τα ψωμιά της και πως από ΄δώ και πέρα ήταν ξώρας.
C'était une femme âgée qui vivait dans une grande ville égoîste où elle était née il y a un siècle. D'ailleurs elle ne reconnaissait plus cet endroit dans lequel la colère de la foule se déchaînait sans cesse et dans lequel, dans son enfance, tous se disaient bonjour. Assise près de la cheminée et ayant un repose-pieds pour soulager ses douleurs rhumatismales, elle se consolait en se remémorant le passé, sa mère, son affection et ses caresses. Souvent elle regardait le vase en terre qu'elle lui avait offert pour ses quinze ans. Elle sentait déjà sa vitalité partir lorsque, chaque soir, elle prenait des étourdissements et que dans l'obscurité elle voyait des petits points lumineux, comme des lucioles. Elle savait qu'elle avait fait son temps et que dorénavant il était trop tard.