Κάπου στην τριγλώχινα Σικελία, ένας ψαράς είχε αφήσει το αυτοκίνητό του στη σκιά ενός αλσυλλίου, δυο βήματα από τη θάλασσα, . Στα ανοιχτά αρμένιζε το αντίγραφο ενός ιστιοφόρου της εποχής των κουρσάρων. Το ακρόπωρό του έσκιζε αργά, σαν υνί, τα ύδατα και υπήρχε, πάνω στο κατάρτι ένας οπτήρ. Ο ψαράς πέρασε από ένα σπίτι μπροστά στο οποίο μια κότα έπινε νερό που είχε βάλει σ΄ ένα κουρούπι μια γυναίκα. Έπειτα κάθισε στην ακρογιαλιά, έτοιμος να ψαρέψει κάποιες από τις πολλές ούγαινες του τόπου, αστράφτερες σαν το νεάργυρο.
Quelque part dans la Sicile à trois pointes, un pêcheur avait laissé sa voiture à l'ombre d'un boqueteau, à deux pas de la mer. Au large voguait la réplique d'un voilier de l'époque des corsaires. Son étrave fendait lentement, comme un soc, les eaux et, au sommet du mât, il y avait une vigie. Le pêcheur passa près d'une maison où une poule buvait de l'eau qu'une femme avait mise dans une morceau de cruche cassée. Ensuite il s'assit au bord de l'eau, prêt à pêcher quelques-uns des nombreux sars à museau pointu du coin, éclatants comme le maillechort.