Ο πατέρας μου είναι κολίγας στη Γαλλία. Κάθε χρόνο πρέπει να δώσει στον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος το γεώμορο. Δύσκολη η ζωή του. Το βράδυ, υπό την επήρεια της εξουθένωσης από μεγάλη κούραση, γυρίζει στο σπίτι περπατώντας αργά αλλά τρανώς. Το περιμένει στο τραπέζι ένα μεγάλο πιάτο σούπας απ΄ άλφιτα. Τακτικά βλαστημάει τις μηλολόνθες που καταστρέφουν το λιβάδι, καθώς εγώ παίζω με μια κηκίδα που βρήκα πάνω σε μια βελανιδιά. Αύριο θα πάω για ψάρεμα και σίγουρα θα πιάσω κάτι ούγαινες.
Mon père est métayer en France. Chaque année il doit donner au propriétaire de la ferme la moitié de la récolte. C'est une vie difficile. Le soir, sous l'effet de son épuisement dû à une grande fatigue, il revient à la maison lentement mais fièrement. L'attend à table une assiette de soupe de farine d'orge. Régulièrement il peste contre les vers de hannetons qui détruisent la prairie, pendant que moi je joue avec une noix de galle que j'ai trouvée sur un chêne. Demain j'irai à la pêche et sûrement je prendrai quelques sars au nez pointu.