Ο Νίκος, ως συνήθως, πέρασε από το εδωδιμοπωλείο και είπε μια καλημέρα στον παπά που μόλις άγοραζε ένα κόνικλο στο κρεοπωλείο. Δυο βήματα από εκεί, απέναντι από το προστώο του θεάτρου, σ΄ ένα σοκάκι όπου αφθονούσαν λακκούβες γεμάτες ζωόγλοια, συνάντησε τον ονηγό του χωριού που του διηγήθηκε τα βάσανά του, το ραντεβού της γυναίκας του στον οφθαλμίατρο που της είχε κάνει μια εξέταση των ματιών και μια μυδρίαση γιατί είχε συχνά διαταραχές της όρασης, και τα συνεχή παράπονα της γιαγιάς που έτρωγε για δύο, ήτανε παχιά και υπέφερε από δυσίδρωση.
Nikos, comme à l'accoutumée, passa devant l'alimentation et dit bonjour au pope qui venait d'acheter un lapin à la boucherie. A deux pas de là, en face de la colonnade du théâtre, dans une ruelle où abondaient des nids de poule pleins d'eau résiduelle, il rencontra l'ânier du village qui lui raconta ses malheurs, le rendez-vous de sa femme chez l'ophtalmologue qui lui avait examiné les yeux et fait un fond d'oeil, et les continuelles plaintes de la grand-mère qui mangeait pour deux, était grosse et souffrait de dyshidrose.