Το υνί του αλετριού χωνόταν εύκολα μέσα στο χώμα και αναδύονταν μαγικά οι ρίζες του κισσού που είχε επεκταθεί στην άκρη του χωραφιού. Στον ορίζοντα, μια αχλύς, λεπτή σαν σκόνη, δεν κατόρθωνε να σκεπάσει τα βουνά. Ο ζευγάς, που ήξερε καλά πως ήταν ένα χοϊκό πλάσμα το οποίο είχε δημιουργήσει ο Θεός, δε νοιαζόταν για τον επίμονο πόνο στον ώμο του. Ο γιατρός, μια εύκλεια στην περιοχή, του έκρενε συχνά ότι έπρεπε να πάρει ένα συμπαθητικομιμητικό, αλλά ο αγράμματος χωριάτης, συλλογισμένος, αποκρινόταν πως μια τόσο παράξενη λέξη του φαινόταν ύποπτη.
Le soc de la charrue s'enfonçait aisément dans la terre et apparaissaient de façon magique à la surface les racines de lierre qui s'étendaient au bord du champ. A l'horizon, une brume, légère comme une poussière, ne parvenait pas à cacher les montagnes. Le laboureur, qui savait bien qu'il était un être de terre que Dieu avait créé, ne se souciait pas de la douleur insistante qu'il avait à l'épaule. Le médecin, une célébrité dans la région, lui disait souvent qu'il fallait qu'il prenne un sympathomimétique, mais le paysan inculte répliquait, songeur, qu'un terme aussi bizarre lui paraissait suspect.