Καθώς περνούσα από το προστώο του θεάτρου, θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια. Τότε ο τόπος ήταν άχτιστο οικόπεδο όπου βοσκούσαν ήσυχα κάτι ισχνές αγελάδες, των οποίων ήταν συχνά άδειο το ήνυστρο. Από εκεί ξεκινούσε ένα ανιόν σοκάκι που έφερνε στο ξωκλήσι πάνω στο οποίο ακουμπούσε το σπιτάκι μας, τώρα σε ερείπια. Ευτυχώς είχα πάρει έγκαιρα το αδράχτι της γιαγιάς και το οστράκινο άλογο του αδελφούλη μου. Ταξίδευε ο νους μου... Ο κακομοίρης είχε αρρωστήσει, το χειμώνα, με τα πρώτα κρύα, έπασχε από ωτίτιδα, και μετά να που σοβεί μια λαβυρινθίτιδα. Απουσίασε ένα τρίμηνο από το σχολείο κατά τη διάρκεια του οποίου του έδινα μαθήματα.
Comme je passais devant le portique d'entrée du théâtre, je me souvins de mes années d'enfance. Le coin alors était un terrain vague où paissaient dans le calme quelques vaches maigres, dont la panse était souvent vide. De là démarrait une ruelle qui montait et conduisait à la chapelle contre laquelle était adossée notre maisonnette, maintenant en ruines. Heureusement j'avais pris à temps le fuseau de grand-maman et le cheval en terre de mon petit frère. Mes pensées voyageaient... Le malheureux était tombé malade, l'hiver, avec les premiers froids, il souffrait d'une otite, et voilà qu'après couve une labyrinthite. Il s'absenta un trimestre de l'école pendant lequel je lui donnais des cours.