Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών υδατογράφησα στα πόδια ενός επάρματος, πάνω στο οποίο απλωνόταν ένα πολύ μεγάλο τσιφλίκι όπου ζούσε ένας καλόκαρδος κολίγας. Θυμάμαι τις σπάνιες κουβέντες μας. Παραπονιόταν ότι τα ψαρόνια ρήμαζαν τακτικά τον ελαιώνα και γινόταν έκφρων, ενώ ήξερε καλά πως ήταν χωρίς προοπτική το επάγγελμά του και τα παιδιά του ζητούσανε βλωμό. Γι΄ αυτά δεν έδειχνε ούτε την παραμικρή συμπόνια ο ιδιοκτήτης του τσιφλικιού, ένας δρένιος άντρας που φερόταν εγωπαθώς. Μου έλεγε ότι το βασάνιζε η εμμονή ιδέα ότι έπρεπε να του δώσει το γεώμορο, το οποίο είχε αποκτήσει με τον ιδρώτα του προσώπου του.
Pendant les vacances d'été, j'ai peint des aquarelles au pied d' une hauteur sur laquelle s'étendait une très grande propriété où vivait un brave métayer. Je me souviens de nos rares conversations. Il se plaignait du fait que les étourneaux ravageaient l'olivaie régulièrement et ça le rendait furieux, alors qu'il savait bien que son métier n'offrait pas de perspective et que ses enfants réclamaient un morceau de pain. Le propriétaire, un homme sans scrupule et qui faisait preuve d'égocentrisme, ne leur montrait même pas la moindre compassion. Il me disait que le tourmentait l'idée obsédante qu'il fallait lui donner la moitié de la récolte, qu'il avait acquise à la sueur de son front.
Dernière édition par Yves le Dim 22 Juin - 21:19, édité 1 fois