Έχει ακόμη στο νου του το φρικτό
μετείκασμα της
σμύρνας που τον είχε δαγκώσει στα βραχιά και τον
παραδαρμό που επακολούθησε, δηλαδή τη
μάδησιν των τριχών του λόγω του τρόμου που τον είχε πιάσει. Τώρα όμως χαμογελά και δεν κρατιέται από τη χαρά του, όταν συλλογίζεται την γριά που έχει τρίψει το κρανίο του με τα φύλλα ενός
άμισχου φυτού, διότι έχει πάλι μακριά μαλλιά. Και λέει χαμηλόφωνα: " Οι άνθρωποι είναι
πολλώ κάρρονες από τα ζώα", και ξεφωνίζει :"Δόξα ο
εν τοις υψίστοις!"Il a encore à l'esprit l'image horrible de la murène qui l'avait mordu dans les rochers et les ennuis qui s'ensuivirent, c'est à dire la chute de ses cheveux à cause de la frayeur qui s'était emparée de lui. Mais maintenant il sourit et ne peut retenir sa joie, en songeant à la vieille qui lui a frotté le crâne avec les feuilles d'une plante sessile, car il a de nouveau de longs cheveux. Et il dit à voix basse:"Les hommes sont bien meilleurs que les bêtes", et il s'écrie:"Gloire à Dieu au plus haut des Cieux!"