Ο περιηγητής διέκρινε, όρθρου βαθέος, ένα σαμιαμίθι που σκαρφάλωνε σαν μαϊμού σ΄ ένα δέντρο , που έβαζε φωνές λες και να αραθυμούσε. Έπειτα πήγε ως την όχθη ενός ποταμιού, κοίταξε ασκαρδαμυκτί το ορμητικό ρεύμα και μάζεψε μέσα λίγο κάρδαμο το οποίο μάσησε κι έφτυσε. Και οπωσούν ικανοποιημένος απ΄ αυτό τον πρωινό περίπατο, άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα παλιό σκοπό με έπεα πτερόεντα.
Le randonneur distingua, alors qu'il faisait à peine jour, un petit individu qui grimpait comme un singe à un arbre, qui poussait des cris comme s'il était très irritable. Ensuite il alla jusqu'à la rive d'une rivière, regarda contemplativement le courant impétueux et y ramassa un peu de cresson qu'il mâcha et cracha. Et en quelque sorte satisfait de sa promenade matinale, il se mit à fredonner un vieil air aux paroles anodines.