Ο μπάρμπας Αχιλλέας βρισκόταν επί γήραος ουδώ, αλλά είχε γερό σκαρί. Και εκείνη τη μέρα, πρωί πρωί, αυτός ήταν ο πρώτος στο πόδι από την οικογένεια, διότι είχε ακούσει μια ασυνήθιστη βουή. Βγήκε γρήγορα από το σπίτι με τα σώβρακα και είδε τα ταρσώματα που κρατούσανε τα χώματα της πλαγιάς να σπάνε και να ροβολάνε απνευστί ως κάτω στο δρόμο. Γύρισε αμέσως σπίτι και σήκωσε όλο τον κόσμο στο πόδι με τις φωνές του:" Εγέρθητε, παιδιά! Ακόμη είστε στο κρεβάτι! Η θεία Ρούλα δε θα έρθει σήμερα, φορτωμένη με καλούδια. Τα χώματα έφραξαν το δρόμο." Και, ανήσυχος, έβγαλε από τα μαλλιά του, σαν μεταξί, ένα κομμάτι πολυτρίχι που είχε πέσει μέσα.
Le père Achille se trouvait au seuil de la vieillesse, mais il avait la carcasse solide. Et ce jour-là, de bon matin, il fut le premier de la famille sur pied, car il avait entendu un vacarme inhabituel. Il sortit vite de la maison à moitié habillé et vit les treillages qui retenaient les terres de la pente se briser et dévaler d'un seul coup jusqu'en bas sur la route. Il retourna immédiatement à la maison et sortit tout le monde du lit par ses cris:" Debout, les gosses! Vous êtes encore au lit! La tante Roula ne viendra pas aujourd'hui, chargée de douceurs. La route est barrée par des tas de terre." Et il ôta, inquiet, de ses cheveux soyeux un morceau de polytric qui y était tombé.