Εκείνη τη μέρα η παλιά αρσενική αλεπού αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν επί θύραις ο κίνδυνος. Σίγουρα είχε αφήσει πίσω το έκφρον σκυλολόι που ακολουθούσε μέχρι στιγμής τα χνάρια της, αλλά την είχε αναγκάσει να καταφύφει στα πόδια του γκρεμού, ίσα ίσα κάτω απ΄ ένα έπαρμα της χαράδρας. Εκεί υπήρχε η ευνή της, στην άκρη της οποίας το περίμενε. Τώρα ήταν ευδιάκριτα τα γαβγίσματα και τα παλίλλογα αλυχτήματα των κυνηγόσκυλων. Ευτυχώς που ήταν πιο πονηρή απ΄ εκείνα τα άμυαλα κατοικίδια ζώα. Έτοιμη ήταν να πουλήσει ακριβά την αλωπεκή της. Την τελευταία στιγμή θα ερχόταν η σωτηρία. Θα άφηνε αρκετή ώρα να ξελαρυγγιάσουν μπροστά στη φωλιά της τα σκυλιά και, άξαφνα, θα ορμούσε στην έξοδο για να ξεφύγει. Τη νύχτα θα χρειαζόταν νήδυμο ύπνο, κάπου, στο ύπαιθρο.
Ce jour-là le vieux renard mâle sentit que le danger était à sa porte. Bien sûr il avait semé la meute effrénée qui suivait jusqu'alors ses traces, mais elle l'avait forcé à se réfugier au pied de la falaise, juste sous une saillie du ravin. Là il y avait son gîte, au fond duquel il l'attendait. Maintenant étaient bien distincts les aboiements et les jappements répétés des chiens de chasse. Heureusement qu'il était plus rusé que ces animaux domestiques sans cervelle. Il était prêt à vendre chèrement sa peau. Au dernier moment viendrait le salut. Il laisserait un bon moment s'égosiller devant son gîte les chiens et, par surprise, il s'élancerait vers la sortie pour leur échapper. La nuit il aurait besoin d'un sommeil réparateur, quelque part, en plein air.