Ο τιμονιέρης που κρατούσε τον οίακα ήταν πυρρόχρους και μόλις πέρασε εις το λιμάνι του Φαλήρου, το πλήθος που δεν είχε ποτέ δει κανένα κοκκινομάλλη άνθρωπο, νόμιζε ότι επρόκειτο για ένα υψιπετές ον. Ούτε καν στην Αθήνα, το κλεινόν άστυ, υπήρχαν τέτοια μαλλιά. Το πλοίο ήταν τώρα δυο βήματα από τη προκυμαία, σε μισό πλέθρο περίπου και μόνο κάποιοι περίεργοι ήταν ακόμη παρόντες, είχαν φύγει από το φόβο οι άλλοι. Έπειτα το πλήρωμα αποβιβάστηκε και ο τελευταίος, ο τιμονιέρης. Χαμογελαστός, πέταξε στους περίεργους μια δράκα φιστίκια.
Le timonier qui tenait la barre était rouquin et dès qu'il pénétra dans le port de Phalère, la foule qui n'avait jamais vu de personne rousse, pensait qu'il s'agissait d'un être tombé du ciel. Pas même à Athènes, la ville renommée, il n'y avait de tels cheveux. Le bateau était maintenant à deux pas de la jetée, à un demi plèthre environ et seulement quelques curieux étaient encore présents, les autres étaient partis effrayés. Ensuite l'équipage mit pied à terre et le timonier, le dernier. Souriant, il lança aux curieux une poignée de pistaches.