Ήταν παλιά καραβάνα που καβαλίκευε μια μουλάρα της οποίας περιποιόταν καθημερινά το δέρμα με μια στλεγγίδα. Ξεκουράστηκε μια φορά στην εξοχή, κοντά σ΄ ένα αγρόκτημα προστατευμένο πίσω από τις κατολισθήσεις με ταρσώματα. Μέσα στην κουζίνα ήταν καθισμένη η γιαγιά με την ηλακάτη στο χέρι. Ο καβαλάρης πλησίασε τα δύο παιδιά που έπαιζαν έξω και τους έδωσε κάτι καλούδια. Ύστερα μπήκε μέσα, απείλησε την κακομοίρα ότι θα τη σκότωνε αν δεν του έδινε το οικογενειακό χρήμα. Ο άνδρας βγήκε με τα λεφτά κι έφυγε ήσυχα. Πέντε χρόνια αργότερα, καθώς μιλούσε με οίηση σ΄ έναν αστυνόμο, συνελήφθη τυχαία. Και στο τμήμα αισθάνθηκε κανείς ότι, όπως είχε δώσει κατάθεση η γιαγιά, βρομούσε κρόμμυον.
Η τύχη του ληστή, βέβαια, είχε ανοίξει αρκετή ώρα, αλλά μόνο έως ότου ήρθαν οι γερανοί του Ιβύκου.