Βγήκε κατηφής από την τραπεζαρία. Με ακρίβεια από τότε που ήξερε πως χάλασαν όλες οι μύλες των δοντιών του και έπρεπε να τα βγάλουν. Πριν του άρεσε στο τραπέζι να κάνει βαρύγδουπες δηλώσεις για να δείχνει ότι ήταν στο κέφι, και να εκφράζει τη γνώμη του σχετικά με τα ηδύσματα του φαγητού. Αλλά σήμερα ούτε που είχε ρίξει μια ματιά στους καρπούς των πιτύων, ήγουν στα κουκουνάρια που μασούλιζε όλο το καιρό. Ούτε καν στη λιμνούλα και στο σιντριβάνι της αυλής, με τους αγαπημένους λωτούς διανθείς. Τώρα πια, όπως η αλεπού, έλεγε περιφρονητικά μπροστά στη τροφή : όμφακες είναι.
Il sortit morose de la salle à manger. Pour être précis depuis qu'il savait que toutes les couronnes de ses dents étaient en mauvais état et qu'il fallait les arracher. Auparavant il aimait à table faire des déclarations tonitruantes por montrer qu'il était de bonne humeur, et donner son avis sur les assaisonnements du repas. Mais aujourd'hui il n'avait même pas jeté un coup d'oeil aux fruits des pins pignons, à savoir les pignes qu'il mâchait tout le temps. Pas même au petit étang ni au jet d'eau de la cour, avec les chers lotus. Désormais, comme le renard, il disait avec mépris devant la nourriture : c'est bon pour les goujats .