Όταν ο αντάρτης ξεχώρισε μέσα στη νύχτα το άγημα που τον πλησίαζε ενθένδε, ένιωσε να ορρωδεί. Ήξερε ότι δε χρειαζόταν να είναι αβρόφρων αντίκρυ σ΄ αυτό. Συνδεδεμένος με το μουντό τοίχο, είχε κιόλας νιώσει τη μύτη μιας ξιφολόγχης να νύσσει το στήθος του. Σε μια στιγμή πέρασε σαν αστραπή από το νου του η σειριά του, η μητέρα, η σύζυγος και η κόρη του, διότι είχε καταλάβει ότι από στιγμή σε στιγμή το άγημα θα τον εξοβέλιζε από τον κόσμο των ζωντανών.
Lorsque le guérillero distingua dans la nuit le détachement qui s'approchait de lui des deux côtés, il se sentit défaillir. Il savait qu'il était inutile d'être poli face à lui. Adossé au mur sombre, il avait déjà senti le bout de la baïonnette lui piquer la poitrine. Soudain une pensée pour sa famille, brève comme l'éclair, lui traversa l'esprit, pour sa mère, son épouse, sa fille, car il avait compris que d'un instant à l'autre il serait rayé par le détachement du monde des vivants .