Les blagues les plus courtes sont les meilleures.
Στις τέσσερις το πρωί, σε μια εποχή που όλοι οι καλοί άνθρωποι εξακολουθούν να κοιμούνται, ο φούρναρης βγαίνει στο πεζοδρόμιο και φωνάζει :
«Η πρόοδος δεν υπάρχει ! Η πρόοδος δεν υπάρχει !»
Η σύζυγός του άνοιγει το παράθυρο επάνω και ρωτά :
«Τι έχεις και ουρλιάζεις ετσι ;
Θα ξυπνήσεισ την ολόκληρη γειτονιά ...»
Και κάθε πρωί, ο φούρναρης εχει την ίδια απάντηση :
«Αυτόν τον ηλεκτρικό φούρνο, θα το ρίξω στο ποτάμι !
‘Ολα μου το καλύτερο αλεύρι καίγεται.»
Και κλει σαν μικρό παιδί.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, η γυναίκα του φούρναρη, με δυνατή φωνή, του λεει :
«Σκάσε το ! σκάσε !»
Και δίσταζει, μη γνωρίζοντας πολύ καλά πώς να συνεχίσει.
Κάποιες νύχτες, του λεει :
«Αγάπη μου, με ή χωρίς ηλεκτρικό φούρνο, κάνεis ένα νόστιμο ψωμί ! Το καλύτερο ψωμί στο χωριό ! Τώρα, να σταματήσεισ και να έρθεισ στο κρεβάτι !»
Κάποιες αλλες νύχτες, του λεει :
«Xάσετε αυτό το μπουκάλι και σταματήσε να φωνάζεις ! Τα αστεία συντομότερη είναι τα καλύτερη !»
A quatre heures du matin, à une heure où tous les braves gens dorment encore, le boulanger sort sur le trottoir et crie :
« Le progrès n’existe pas ! Le progrès n’existe pas ! »
Sa femme ouvre la fenêtre à l’étage et lui demande :
« Qu’est-ce que tu as à hurler comme ça ? Tu vas réveiller tout le quartier ! »
Et chaque matin, le boulanger lui fait la même réponse :
« Ce four électrique, je vais le balancer à la rivière ! toute ma meilleure farine est en train de brûler ! »
Et il pleure comme un enfant.
Au bout de quelques secondes, sa femme lui dit d’une voix forte :
« La ferme ! Tais-toi ! »
Puis, elle hésite, ne sachant pas très bien comment continuer.
Certaines nuits, elle lui dit :
« Mon amour, avec ou sans four électrique, tu fais un pain délicieux ! Le meilleur du village ! Arrête, maintenant et viens dormir ! »
Certaines autres nuits, elle lui dit :
« Lâche cette bouteille et arrête de gueuler ! Les plaisanteries les plus courtes sont les meilleures ! »