Αυτός εδώ ο πολυσχιδής πόλεμος κόντευε να τελειώσει επιτέλους και τα στρατεύματα έβγαιναν εξαντλημένα από τις τρομερές μάχες που είχαν διαρκέσει δυό χρόνια. Επιπλέον η έλλειψη τροφίμων είχε τόσο πολύ εξασθενίσει το οργανισμό τους που περπατούσαν με μικρά νωχελικά βήματα, σαν να δεν τους βαστούσαν πια τα πόδια τους. Εξάλλου πολλοί φαντάροι έτρωγαν ζοχούς και ώμα χόρτα που μάζευαν από εδώ και από εκεί και προξενούσαν συχνά το βδέλυγμα. Στο πρόσωπό τους εμφανίζονταν πομφοί. Τα αμπέχονά τους γίνονταν σιγά σιγά κουρέλια, ενώ το μέτωπο έμοιαζε μ΄ ένα Έρεβος γεμάτο πτώματα και περιπλανώμενους υπνοβάτες.
Cette guerre-ci où étaient engagés de nombreux pays était enfin sur le point de finir et les troupes sortaient épuisées des terribles combats qui avaient duré deux ans. De plus le manque de nourriture avait tellement affaibli leur organisme qu'elles marchaient à petits pas nonchalants, comme si leurs jambes ne les portaient plus. D'ailleurs beaucoup de bidasses mangeaient des laiterons et de l'herbe crue qu'ils ramassaient de ci de là et provoquaient souvent le dégoût. Sur leur visage apparaissaient des pustules. Leurs vareuses devenaient peu à peu des guenilles, alors que le front ressemblait à un Erèbe plein de cadavres et de somnambules errants.