Το πλοίο είχε αφήσει την παραμονή το νηολόγιο του, τον Πειραιά, με πάνω του μια οικογένεια που καταγόταν από τη Μυτιλήνη και ζούσε στην Αθήνα. Από το φινιστρίνι της εξωτερικής καμπίνας της, η μητέρα έστρεφε ασταμάτητα το τήραγμα στην ανθοδέσμη από παιωνία προορισμένη στη νονά της, τα οποία είχε βάλει σ΄ ένα λαγήνι γεμάτο νερό. Όσον αφορά τα δύο παιδιά, λιμπίζονταν τα καλούδια που θα χάριζαν σε λίγες ώρες στα ξαδέρφια τους. Και ο πατέρας, κουρασμένος, δεδομένου ότι είχε κουβαλήσει τις βαριές αποσκευές, είχε απλώσει αλοιφή στους ώμους του, γύρω από τα ακρώμια, και διάβαζε την ημίκλαστη χθεσινή Καθημερινή.
Le bateau avait quitté la veille son port d'attache, le Pirée, avec à bord une famille originaire de Lesbos et qui vivait à Athènes. Du hublot de sa cabine extérieure, la mère tournait sans cesse le regard vers le bouquet de pivoines destiné à sa marraine et qu'elle avait mises dans une cruche pleine d'eau. En ce qui concerne les deux enfants, ils lorgnaient les gourmandises qu'ils offriraient à leurs cousins dans quelques heures. Et le père, fatigué du fait qu'il avait charrié les lourds bagages, avait étalé un onguent sur ses épaules, autour des acromions, et lisait le Kathimerini de la veille plié en deux.