Ενώ ο άντρας της εγκαθιστά ένα ράφι πάνω από το νεροχύτη για το ιγδίον και άλλα πράγματα, η Αννούλα πινει στην κουζίνα ένα αφέψημα από χαμομήλι.
"Πού είναι το σκαμνί, αγάπη μου;
-Ήρθε να το πάρει σήμερα το πρωί η γειτόνισσα.
-Από πού και ως πού;
-Εάν ήσουν πιο ψηλός, Ηλία μου, δε θα χρειαζόσουν το σκαμνί. Μήγαρις θέλεις τους κοθόρνους του παππού που λιπαίνει έξω τις πλήμνες του ποδηλάτου του μικρού;
-Γιατί όχι; Αννούλα μου. Φέρε μού τους. Με τύχη, εκ των ενόντων, θα μπορέσω να σφίξω τις βίδες με το βιδολόγο.
Tandis que son mari installe une étagère au-dessus de l'évier pour le mortier et d'autres choses, Annoula boit dans la cuisine une tisane de camomille.
"Où est le tabouret, mon amour?
-La voisine est venue le prendre ce matin.
- Comment cela?
-Si tu étais plus grand, Elias chéri, tu n'aurais pas besoin du tabouret. Est-ce que par hasard tu veux les chaussures à grosses semelles du grand-père qui graisse dehors les moyeux de la bicyclette du petit?
-Pourquoi pas, Annoula chérie? Apporte-les moi. Avec de la chance, je pourrai serrer les vis avec le tournevis."