Από το πρωί είχε αρχίσει η γιορτή στη συνοικία της πόλης, την οποία έδερνε ένα είδος λωλαμάρας. Ένα αεροπλάνο, σέρνοντας μια πολύχρωμη πανινή επιγραφή, υπεριπτάτο των πολυκατοικιών. Σούστες, με αμαξάδες στα καλά τους, αφήνοντας τους ρυτήρες, μετέφεραν στην προκυμαία χαρούμενους ανθρώπους. Ουχ ήττον όμως , αδιάφορος για αυτό το γενικό κέφι, ένας εφοπλιστής του λιμανιού διάβαζε στο σαλόνι του ένα άρθρο επί του μονομεταλλισμού, καθώς έξυνε μια χηλή που είχε στον καρπό, κατόπιν πληγής από την οποία είχε βγάλει την εφελκίδα.
Depuis le matin avait débuté la fête dans le quartier de la ville, qui était atteint d'une sorte de folie. Un avion, traînant une banderole multicolore, survolait les immeubles. Des carrioles, avec des cochers en habits du dimanche et relâchant les brides, transportaient sur la jetée des personnes joyeuses. Néanmoins, indifférent à cette bonne humeur générale, un armateur du port lisait dans son salon un article sur le monométallisme, tandis qu'il grattait une cicatrice qu'il avait au poignet, à la suite d'une blessure dont il avait arraché la croûte.