Άπους εκ γενετής, ο νεαρός είχε μεταφερθεί από αχθοφόρους στο ναό της Κυβήβης. Ακούγονταν ενθένδε, παρά τη χαύνωση του μεσημεριού, οι γόοι των ανάπηρων και των ασθενών που έλπιζαν, παρά τη γατρειά, το λιγότερο την ανακούφιση των πόνων τους. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε ένας ιερέας που σταμάτησε στο κροκαλοπαγές δάπεδο του προαυλίου του ναού όπου μαζεύονταν οι ικετεύοντες. Τους πεπίρρανε αρκετή ώρα με καθαρτήριο νερό κι έφυγε.
Apode de naissance, le jeune homme avait été transporté par des porteurs au temple de Cybèle. On entendait d'ici, malgré la torpeur de midi, les cris de plainte des invalides et des malades qui espéraient, sinon la guérison, au moins le soulagement de leurs souffrances. Un moment après apparut un prêtre qui s'arrêta sur le sol pavé de gravier du préau du temple où étaient rassemblés les suppliants. Il les aspergea un certain temps avec de l'eau lustrale et partit.