Εκείνη τη μέρα, φυσούσε δυνατά ένας εγκολπίας άνεμος. Ο Γεώργιος προσήλωσε το ιταμό βλέμμα του στα αρυμοτόμητα οικόπεδα όπου μηρύκαζε στη σκιά ένα κοπάδι πρόβατα. Αριστερά, μια μπουλντόζα ίσιωνε μια χώσιν στο χώρο όπου πριν υψωνόταν ένα βυρσοδεψείο. Λεκανές και δοχεία από στύμμα, όλα φύρδην μίγδην στο έδαφος. Εκεί δούλευε ο Γεώργιος. Από τώρα και εξής βρισκόταν στην ανεργία.
Ce jour-là soufflait fortement un vent qui venait du fond du golfe. Georges fixa son regard effronté sur les terrains non viabilisés où ruminait à l'ombre un troupeau de moutons. A gauche, un bulldozer égalisait une plate-forme à l'emplacement où auparavant s'élevait une tannerie. Des bassins et des récipients d'astringent pour teintures, tous amoncelés en désordre sur le sol. Là travaillait Georges. Désormais il était chômeur.